ΠΩΣ ΕΠΕΣΕ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1993
Όλοι εναντίον του Μητσοτάκη
Μετά τη νίκη της ΝΔ στις εκλογές του 1990, όλοι λογικά θα έπρεπε να εύχονταν να πετύχει ο Μητσοτάκης στο δύσκολο έργο του, εφόσον τα περιθώρια στένευαν απελπιστικά για τη χώρα και δεν υπήρχαν πια δικαιολογίες για καθυστερήσεις σε τόσες αλλαγές που επιβάλλονταν να γίνουν. Η δεκαετία του 1980 είχε ήδη «πάει στράφι», επομένως δεν υπήρχε άλλη οδός από τις ριζικές μεταρρυθμίσεις στην ελληνική δημόσια διοίκηση και την αγορά. Κι όμως κανένας απ’ όλο το πολιτικό φάσμα, από την άκρα Δεξιά έως την άκρα Αριστερά, δεν έδωσε την ευκαιρία στον Μητσοτάκη και την κυβέρνηση της ΝΔ!
Μέχρι τότε, αλλά και ύστερα, συνηθιζόταν να δίνεται μια περίοδος χάριτος σε κάθε νέα κυβέρνηση, για να δείξει τουλάχιστον τις προθέσεις της και να εφαρμόσει ένα τμήμα έστω του προγράμματός της. Μόνο στην κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν δόθηκε καμία απολύτως πίστωση χρόνου! Από την επομένη κιόλας της ορκωμοσίας της εξαπελύθη εναντίον της μια πρωτοφανής εκστρατεία λάσπης, που -δυστυχώς- συμπεριλάμβανε, όπως απεδείχθη αργότερα, και αντιμητσοτακικά στοιχεία που δρούσαν στο κόμμα της ΝΔ... Όλοι μαζί, εσωκομματική και εξωκομματική αντιπολίτευση, λειτουργούσαν σαν σύμμαχοι, που τους ενδιέφερε ένα μόνο πράγμα: η αποτυχία της κυβέρνησης και, σαν επακόλουθο, ο πολιτικός θάνατος του Κώστα Μητσοτάκη...
Ο Κρητικός πολιτικός έβλεπε ξεκάθαρα ότι οι συσχετισμοί κάθε άλλο παρά ήταν υπέρ του. Το ΠΑΣΟΚ από την πρώτη στιγμή ακολουθούσε λυσσαλέα αντιπολιτευτική τακτική, παρά το ότι βρέθηκε τόσες μονάδες πίσω από τη ΝΔ στις πρόσφατες εκλογές. Αλλά και ο Συνασπισμός άλλαξε εντελώς τακτική και, από το δόγμα «ΝΔ και ΠΑΣΟΚ εξίσου αντίπαλοι», πέρασε στη θέση «βασικός αντίπαλος είναι η ΝΔ του Μητσοτάκη». Από την άλλη, μέσα στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας ο πυρήνας που αυτοχαρακτηριζόταν ως «καραμανλικός» και που θεωρούσε τον Μητσοτάκη σχεδόν ανεπιθύμητο άρχισε να αναπτύσσει αντιπαλότητα. Κι όλα αυτά παρά την πλήρη αποκατάσταση του «Εθνάρχη» Καραμανλή από τον Μητσοτάκη, με την εκ νέου εκλογή του στην προεδρία της δημοκρατίας τον Μάιο του 1990. [Βρισκόταν άραγε ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πίσω από τη συστηματική υπονόμευση του Μητσοτάκη καθ’ όλη την περίοδο 1990- 93; Θα απαντήσει ο ιστορικός του μέλλοντος... Πάντως, οι άνθρωποι του όλοι, από τον Κωστή Στεφανόπουλο (που τότε ήταν εκτός ΝΔ) και τον Μιλτιάδη Έβερτ έως τον Γεώργιο Ράλλη και τα ανίψια του (Κώστα Καραμανλή και Μιχάλη Λιάπη) κάθε άλλο παρά «έβαλαν πλάτη» στις τότε -άκαρπες όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων- προσπάθειες του Μητσοτάκη να ανασυντάξει τη χώρα].
Βέβαια δείγματα της νέας τάσης είχαν φανεί ήδη από τον προεκλογικό αγώνα το φθινόπωρο του 1989. Τότε, το κοινό μίσος κατά του Μητσοτάκη είχε οδηγήσει στη συγκρότηση της περίφημης «Δημοκρατικής Συμπαράταξης» [Η Δημοκρατική Συμπαράταξη ήταν ένα σχήμα που χωρούσε κυριολεκτικά τα πάντα, από τον Ιωάννη Μπούτο και τον Μανώλη Γλέζο έως τον Γεράσιμο Αρσένη και τον Αντώνη Μπριλλάκη... Την ίδια περίοδο η συστράτευση με το ΠΑΣΟΚ του άλλοτε «πρωθυπουργού του βουνού» Μάρκου Βαφειάδη φανέρωνε πλήρη κινητοποίηση αόρατων μηχανισμών προς όφελος του Ανδρέα Παπανδρέου]. Η «Δημοκρατική Συμπαράταξη» προσχώρησε αμέσως στο ΠΑΣΟΚ, ενώ στη μονοεδρική της Λευκάδας ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ κατέβηκαν με ενιαίο ψηφοδέλτιο, στερώντας έτσι από τη ΝΔ μια υπερπολύτιμη έδρα (την οποία είχε κερδίσει στις εκλογές του Ιουνίου). Αλλά και εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις, από τους αναρχικούς «γνωστούς-αγνώστους» μέχρι και τη 17 Νοέμβρη, δραστηριοποιούνταν έντονα, μην κρύβοντας καθόλου την εχθρότητα που έτρεφαν στο πρόσωπο του Μητσοτάκη. Θαρρείς και κάποια μεγάλη δύναμη συντόνιζε όλα αυτά τα ετερόκλητα ρεύματα εναντίον του κοινού στόχου...
Στις εκλογές του 1990 ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ συνεργάστηκαν αυτή τη φορά σε όλες τις μονοεδρικές περιφέρειες κι έτσι ακριβώς αποτράπηκε η αυτοδυναμία της ΝΔ, παρά το 47% που πήρε. Η μοναδική μονοεδρική που κατέκτησε η Νέα Δημοκρατία ήταν εκείνη της Ευρυτανίας, που για δεύτερη συνεχόμενη φορά κέρδισε άξια η χήρα του Παύλου Μπακογιάννη και κόρη του αρχηγού της ΝΔ, Ντόρα. Κι αυτό το κατάφερε παρά τη συσπείρωση όλων εναντίον της...
Ο Μητσοτάκης γνώριζε ότι θα αντιμετώπιζε την πιο εχθρική αντιπολίτευση που είχε ποτέ αντιμετωπίσει Έλληνας πρωθυπουργός. Ήταν φανερό ότι ήταν εντελώς ανεπιθύμητος από εξωελληνικούς κύκλους, οι οποίοι την περίοδο ακριβώς των ραγδαίων παγκόσμιων αλλαγών δεν ήθελαν έναν καθαρά φιλελεύθερο και εκσυγχρονιστή πρωθυπουργό στο τιμόνι της Ελλάδας... Έπρεπε λοιπόν να «τελειώνει», τουλάχιστον πολιτικά, και να απαξιωθεί πλήρως το έργο του. Τότε ο Μητσοτάκης προώθησε έναν νέο άνθρωπο, που τον θεωρούσε συγκροτημένο και ταλαντούχο, τον βουλευτή Μεσσηνίας, Αντώνη Σαμαρά. Πίστευε ότι ο νέος πολιτικός είχε πολλά να προσφέρει κι έτσι του έδωσε ένα σαφές προβάδισμα, έστω και εις βάρος -όπως αργότερα αποδείχτηκε- της κόρης του, της Ντόρας. Έψαχνε τότε ο καινούριος πρωθυπουργός στηρίγματα μέσα στην κυβέρνηση, τα οποία να υλοποιούσαν τη νέα πολιτική σε νευραλγικούς τομείς, όπως ήταν εκείνος της εξωτερικής πολιτικής. Γι’ αυτό και ο Σαμαράς ήδη από τον καιρό της οικουμενικής κυβέρνησης προτάθηκε από τον Μητσοτάκη ως υπουργός εξωτερικών, θέση που διατήρησε και μετά τις εκλογές του 1990...
Το φθινόπωρο του 1990 διεξήχθησαν οι δημοτικές εκλογές. ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ βρίσκονταν πλέον σε αγαστή συνεργασία, αφού σκοπός και των δύο δυνάμεων της αντιπολίτευσης ήταν η υπονόμευση με κάθε τρόπο της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Γι’ αυτό τον λόγο συνεργάστηκαν σε πλήθος δήμων, ξεχνώντας εντελώς όλα όσα μέχρι τότε τους χώριζαν. Το «καυτό» καλοκαίρι του 1989 έμοιαζε πια μακρινό παρελθόν, κι ας είχε περάσει μόλις ένας χρόνος από τότε...
Παρ’ όλη όμως τη συμμαχία των δυνάμεων της αντιπολίτευσης (με τη σύμπραξη ακόμα και της ΔΗΑΝΑ του Στεφανόπουλου, που είχε πλέον αποσύρει τη στήριξή της από την κυβέρνηση... [Το καλοκαίρι του 1990 ο μοναδικός βουλευτής της ΔΗΑΝΑ, Θεόδωρος Κατσίκης, αποφάσισε να προσχωρήσει στη ΝΔ, από την οποία εξάλλου και προερχόταν. Την ίδια περίοδο το εκλογοδικείο κατοχύρωσε ακόμα μία έδρα υπέρ της Νέας Δημοκρατίας, κι έτσι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της κυβέρνησης διαμορφώθηκε στις 152 έδρες. Η αντίδραση του Κωστή Στεφανόπουλου στην αποσκίρτηση του βουλευτή του ήταν σκληρή: έκανε λόγο για «αποστασία» και στράφηκε ευθέως κατά της κυβέρνησης και του Μητσοτάκη]), η ΝΔ διατήρησε τη δύναμή της στην τοπική αυτοδιοίκηση, κερδίζοντας εκ νέου σημαντικούς δήμους, όπως π.χ. τους δύο μεγαλύτερους της χώρας (Αθηνών και Θεσσαλονίκης). Ο λαός, αντίθετα απ’ τον πολιτικό κόσμο της χώρας, εξέφραζε τη στήριξή του στην κυβέρνηση και την πολιτική της. Άρα ήταν φανερό για κάποια σκοτεινά κέντρα αποφάσεων ότι η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να πέσει μέσω εκλογών... Έπρεπε να αναζητηθούν άλλα μέσα για να πέσει ο Μητσοτάκης από την εξουσία...
Στις 22 Νοεμβρίου του 1990 ξεκίνησε ένα κύμα καταλήψεων στα λύκεια της χώρας, με αφορμή τα μέτρα για την παιδεία που ανακοίνωσε πως θα λάβει η κυβέρνηση. Η αντιπολίτευση βρήκε την ευκαιρία, μέσω αυτού του τόσο ευαίσθητου θέματος, να κηρύξει ολικό πόλεμο κατά του Μητσοτάκη, προσδίδοντας μυθικές διαστάσεις στον «ξεσηκωμό» των νέων, που παρουσιαζόταν σαν μαζικός και διεκδικητικός. Χτίσθηκε έτσι ένας μύθος, που ελάχιστη σχέση είχε με την πραγματικότητα, αφού ακόμα και όταν οι καταλήψεις είχαν φτάσει στο ζενίθ τους τα υπό κατάληψη σχολεία δεν ξεπερνούσαν το 30% του συνόλου των σχολείων της χώρας. Όταν δε έφτασαν τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά η κατάσταση είχε σχεδόν πλήρως εκτονωθεί.
Κι όμως η παραπληροφόρηση ήθελε ο αγώνας των μαθητών να είναι πανελλαδικός, ενώ τα Μ.Μ.Ε. έκαναν συνεχώς λόγο για πρωτοφανές χάος που δήθεν επικρατούσε, με όλα τα σχολεία να είναι... κλειστά! Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ άδραξε τότε την ευκαιρία και «προειδοποίησε» άκομψα την κυβέρνηση, λέγοντας πως οι κινητοποιήσεις των μαθητών ήταν τα προεόρτια για το «ηφαίστειο» που σύντομα επρόκειτο να εκραγεί...
Και τότε, αμέσως μετά τις γιορτές, συνέβη η μεγάλη προβοκάτσια. Το βράδυ της 8ης Ιανουαρίου 1991 σοβαρά επεισόδια ξέσπασαν στην Πάτρα ανάμεσα σε καταληψίες και αντιτιθέμενους, με αποτέλεσμα τον βίαιο θάνατο του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα. Ως δολοφόνος κατηγορήθηκε ένας τραπεζικός υπάλληλος, μέλος της Νέας Δημοκρατίας στην πόλη, αλλά τα πραγματικά αίτια του τραγικού συμβάντος παρέμειναν τελικά ανεξερεύνητα. Η αντιπολίτευση εκμεταλλεύθηκε πλήρως το ατυχές γεγονός, το οποίο και ενέταξε στη γενικότερη πολεμική της κατά της κυβέρνησης, που βρέθηκε σε δύσκολη θέση ακριβώς τη στιγμή που οι καταλήψεις βρίσκονταν σε φθίνουσα πορεία...
Αλλά και η γενικότερη βαλκανική, ευρωπαϊκή και παγκόσμια κατάσταση καθόλου δεν βοήθησε τη νέα κυβέρνηση σ’ αυτό το τόσο δύσκολο ξεκίνημα. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το 1991 άνοιξε τους «ασκούς του Αιόλου» στη χερσόνησο του Αίμου, με έντονο μάλιστα ελληνικό ενδιαφέρον, αφού στα βόρεια της χώρας σχηματίστηκε ένα κρατίδιο που αυτοαποκαλούνταν «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Εν τω μεταξύ η ΕΟΚ μετατρεπόταν πια σε Ευρωπαϊκή Ένωση και πλησίαζε το περιβόητο 1992, χρονιά που θα γινόταν πραγματικότητα η περαιτέρω ενοποίηση των κρατών που την απάρτιζαν (μεταξύ των οποίων φυσικά και η Ελλάδα). Αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, η πτώση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη και, τελικά, η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης δημιουργούσαν ένα εκρηκτικό μείγμα, που οδηγούσε τον κόσμο κυριολεκτικά στο άγνωστο. Αν σ’ αυτά προστεθεί και η περιπέτεια που προκάλεσε στον Περσικό Κόλπο ο Σαντάμ Χουσεΐν, λίγους μόλις μήνες έπειτα από την ανάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα από τον Μητσοτάκη, μπορεί κανείς να καταλάβει τις δυσμενείς συγκυρίες που έπρεπε να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση της ΝΔ, που εκτός από τα δυσεπίλυτα εσωτερικά προβλήματα είχε επιπρόσθετα να αντιμετωπίσει και έναν σωρό από πολύπλοκες διεθνείς καταστάσεις...
Η αυτονόητη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο του Κόλπου το 1991 [Μέσα στα πλαίσια της συμμετοχής της στο NATO και άλλους διεθνείς οργανισμούς, κάτι που τήρησε εξάλλου αργότερα και το ίδιο το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση (π.χ. στην επίθεση τουNATO κατά της Γιουγκοσλαβίας το 1999)] (που έγινε μάλιστα και με τον πλέον ανώδυνο για τη χώρα τρόπο) συνάντησε την οξεία κριτική της αντιπολίτευσης. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι κατά του Ιράκ συνασπίστηκαν τότε άπαντες: Αμερικανοί και Σοβιετικοί, Ευρωπαίοι και Μεσανατολίτες. Ειδικά το ΠΑΣΟΚ πήρε το μέρος του Σαντάμ, κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι... θέτει την Ελλάδα σε κίνδυνο ολοκαυτώματος, αφού ο Ανδρέας Παπανδρέου προέβλεπε ότι ο πόλεμος στον Κόλπο θα ήταν φοβερά αιματηρός και πολύχρονος. Διαψεύστηκε όμως παταγωδώς, αφού ο συγκεκριμένος πόλεμος κάθεάλλο παρά αιματηρός αποδείχτηκε, ενώ τέλειωσε σχεδόν αμέσως...
Την εποχή που άρχιζε ο πόλεμος του Περσικού Κόλπου, ξεκινούσε στην Αθήνα η δίκη του σκανδάλου Κοσκωτά, με απόντα το κεντρικό πρόσωπο του δράματος, τον πρώην πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου, που αρνήθηκε να παραστεί στην όλη διαδικασία. Το ενδιαφέρον όλων ήταν έντονο και κορυφώθηκε με το τραγικό τέλος του Αγαμέμνονα Κουτσόγιωργα, λίγες ημέρες μετά το καρδιακό και εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου. Το θλιβερό περιστατικό εκμεταλλεύθηκε πλήρως το ΠΑΣΟΚ, που κατηγορούσε πια ανοιχτά τον Μητσοτάκη σαν... δολοφόνο! Άλλωστε εκτιμήθηκε ότι ο θάνατος του Κουτσόγιωργα ουσιαστικά λειτουργούσε κατά της Νέας Δημοκρατίας, αφού η κυβέρνηση έχασε την ευκαιρία μιας σχεδόν βέβαιης καταδίκης του από το ειδικό δικαστήριο, πόσο μάλλον που το ίδιο το ΠΑΣΟΚ τον είχε εντελώς ξεγράψει και τον άφηνε ακάλυπτο.
Την περίοδο εκείνη οι τρομοκρατικές οργανώσεις στο εσωτερικό της χώρας πραγματικά οργίαζαν. Για πρώτη φορά ειδικά η 17 Νοέμβρη προέβη σε τόσο πολλές και επικίνδυνες ενέργειες. Στόχος της ήταν αποκλειστικά ο Μητσοτάκης, την κυβέρνηση του οποίου κατηγορούσε έντονα, και μάλιστα με επιχειρήματα που δεν διέφεραν και πολύ από εκείνα της αντιπολίτευσης. Αποκορύφωμα της βίας υπήρξε η έκρηξη στην Πάτρα ισχυρής βόμβας, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους ο δράστης και άλλα έξι άτομα. Εντύπωση προκάλεσε ότι το τρομακτικό γεγονός συνέβη την ημέρα της κηδείας του Κουτσόγιωργα και μάλιστα στη γενέτειρα πόλη του. Ήθελαν άραγε να «τιμήσουν» κάποιοι τη μνήμη του με την τοποθέτηση μιας βόμβας; Το σοκαριστικό ήταν πως ο δράστης που διαμελίστηκε ήταν Παλαιστίνιος, κάτι που προκάλεσε πλήθος ερωτηματικών και έφερε σε δύσκολη θέση την αντιπροσωπεία της ΡLO στην Ελλάδα.
Αλλά και η εσωκομματική αντιπολίτευση βρισκόταν σε πλήρη λειτουργία. Κάθε τόσο διαφωνίες και αμφισβητήσεις αναζωπυρώνονταν στο εσωτερικό της ΝΔ, με βασικό στόχο τον Μητσοτάκη. Η ηχηρή παραίτηση του Σταύρου Δήμα το καλοκαίρι του 1991 συνοδεύτηκε από επίθεση κατά της οικογένειας του πρωθυπουργού, με την κατηγορία ότι από το παρασκήνιο κυβερνούν η σύζυγος του Μητσοτάκη, Μαρίκα, και η κόρη τους, η Ντόρα! Αλλά η περίπτωση Δήμα ήταν μόνο η αφετηρία μιας πρωτοφανούς εκστρατείας που ξεκινούσε κατά του Μητσοτάκη και της οικογένειάς του. Το ίδιο εκείνο διάστημα δύο βασικοί πόλοι της κυβέρνησης, ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος και ο Μιλτιάδης Έβερτ, εκδήλωσαν τη δυσαρέσκειά τους με την πολιτική που ακολουθούσε ο πρωθυπουργός. Το φθινόπωρο του 1991 ο Έβερτ (που μόλις είχε απομακρυνθεί από το κυβερνητικό σχήμα) προκάλεσε σκάνδαλο τεράστιων διαστάσεων και μάλιστα για ένα θέμα που τελικά αποδείχτηκε άσχετο με τον ίδιο! Κατήγγειλε έμμεσα τον πρωθυπουργό άτι διενεργούσε -μέσω της ΕΥΠ- παρακολούθηση εις βάρος του! Τελικά απεδείχθη ότι η ΕΥΠ δεν παρακολουθούσε τον πρώην μεγαλοϋπουργό, αλλά ξένο υπήκοο που ήταν ύποπτος για διακίνηση κόκκινου υδράργυρου και απλά τύχαινε να μπαινοβγαίνει στο κτίριο όπου είχε το γραφείο του ο Έβερτ...
Και σαν να μην έφταναν όλες αυτές οι αρνητικές συγκυρίες, που εμπόδιζαν τον Μητσοτάκη να εφαρμόσει το πρόγραμμά του, προέκυψε την ίδια εκείνη περίοδο η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Ύστερα από σταθερότητα δεκαετιών, το «πνεύμα της φιάλης» βγήκε στη φόρα και το μακεδονικό ζήτημα νεκρανέστησε παλιούς, ξεχασμένους, εθνικισμούς. Ένα σημαντικό πρόβλημα δημιουργούνταν για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, πρόβλημα εξαιρετικής ευαισθησίας για τους Έλληνες και με μεγάλες πολιτικές (και όχι μόνο) προεκτάσεις. Αλλά ο τότε πρωθυπουργός φαινόταν ήρεμος. Εμπιστευόταν απόλυτα τον υπουργό εξωτερικών, ένα δικό του «παιδί», τον Αντώνη Σαμαρά. Είχε πίστη στις ικανότητές του και ήταν απόλυτα βέβαιος ότι ο νεαρός πολιτικός δεν θα τον πρόδιδε ποτέ. Για ένα πράγμα ήταν σίγουρος ο Μητσοτάκης: όλοι να στρέφονταν εναντίον του, ο Σαμαράς θα στεκόταν σίγουρα στο πλευρό του...
Το ζήτημα των Σκοπίων
Τα Σκόπια ανεξαρτητοποιήθηκαν από τη Γιουγκοσλαβία στις 8 Σεπτεμβρίου 1991, μέρα που έκτοτε ισοδυναμεί γι’ αυτά με εθνική επέτειο. Μέχρι τότε αποτελούσαν ξέχωρη δημοκρατία στο πλαίσιο της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, με την επίσημη ονομασία «Γιουγκοσλαβική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας» και σημαία το πεντάκτινο αστέρι. Κι όμως οι ελληνικές κυβερνήσεις -στον βωμό των καλών σχέσεων με το Βελιγράδι- σιωπούσαν προκλητικά επί σειρά δεκαετιών αναφορικά με τη χρήση του ονόματος «Μακεδονία» από γειτονικό κράτος! Μάλιστα ο τότε πρωθυπουργός, Ανδρέας Παπανδρέου, σε ομιλία του το 1986 στο 3ο Σώμα Στρατού δήλωσε δημόσια ότι η χρήση του ονόματος «Μακεδονία» είναι... εσωτερικό θέμα της Γιουγκοσλαβίας!
Παρ’ όλα αυτά η διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας βρήκε τόσο την Ελλάδα όσο και την Ευρώπη τελείως απροετοίμαστες. Προς τα τέλη του 1991 είχαν ήδη ανακηρύξει την ανεξαρτησία τους από το Βελιγράδι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η Σλοβενία, η Κροατία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και η «Μακεδονία». Η μπαρουταποθήκη της Βαλκανικής ήταν και πάλι έτοιμη να εκραγεί, παρασύροντας στο διάβα της τα πάντα και ανοίγοντας παλιές βαθιές πληγές στις μνήμες των λαών της περιοχής. Άλλωστε, πέρα από τις παραπάνω χώρες που ανεξαρτητοποιήθηκαν από τη Γιουγκοσλαβία, έτοιμα για κάτι τέτοιο φαίνονταν (όπως απεδείχθη αργότερα με την απόσχισή τους) και το Μαυροβούνιο, αλλά και το Κοσσυφοπέδιο...
Ειδικά για την Ελλάδα η ανακήρυξη των Σκοπίων σε ανεξάρτητο κράτος με την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ξύπνησε άσχημες αναμνήσεις και τροφοδότησε τον εθνικισμό. Φωνές αλυτρωτικές ακούστηκαν τόσο στην Αθήνα όσο και στα Σκόπια και ένα νέο πρόβλημα προστέθηκε στα τόσα άλλα άλυτα ζητήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (ελληνοτουρκικές σχέσεις, Κυπριακό, Βορειοηπειρωτικό κ.ά.). Εκείνη ακριβώς την κρίσιμη ώρα φάνηκε ότι ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης έκανε λάθος, όταν εμπιστευόταν τον Αντώνη Σαμαρά για το τόσο νευραλγικό πόστο του υπουργού εξωτερικών. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που προσάπτουν στον Σαμαρά ότι είχε από τότε στο μυαλό του άλλα σχέδια, ότι θέλησε να παίξει το πολιτικό του μέλλον πάνω στη ράχη της Μακεδονίας...
Στις 16 Δεκεμβρίου 1991 σημειώθηκε το πρώτο «άδειασμα» του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη από τον Αντώνη Σαμαρά. Τη μέρα εκείνη, στις Βρυξέλλες, συνήλθαν οι υπουργοί εξωτερικών των χωρών-μελών της ΕΟΚ, με κεντρικό θέμα την αναγνώριση των νέων κρατών που προέκυψαν στην Ανατολική Ευρώπη, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Βασικότερα κριτήρια για την αναγνώρισή τους ήταν τα εξής: ο σεβασμός του «χάρτη» του ΟΗΕ, η αναγνώριση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την τελική πράξη του Ελσίνκι, καθώς βέβαια και ο σεβασμός προς τους γείτονες (έλλειψη αλυτρωτικού πνεύματος κτλ.). Αλλά και ο Έλληνας πρωθυπουργός δήλωσε ξεκάθαρα πως, για να αναγνωρισθεί η νεότευκτη Δημοκρατία των Σκοπίων θα έπρεπε να εκπληρώνονται τρεις προϋποθέσεις: να εγγυάται το Σύνταγμα της καινούριας Δημοκρατίας ότι δεν τρέφει εδαφικές αξιώσεις έναντι της Ελλάδας, να διευκρινίσει ρητά ότι δεν υπάρχει «μακεδονική» μειονότητα στην Ελλάδα και, τέλος, να αλλάξει το όνομά της κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μην δημιουργούνται παρεξηγήσεις σε ό,τι αφορά την ιστορική συνέχεια.
Μέχρι την τόσο κρίσιμη -όπως απεδείχθη εκ των υστέρων- ημερομηνία της 16ης Δεκεμβρίου του 1991 ο Αντώνης Σαμαράς ούτε καν είχε ασχοληθεί με το ζήτημα των Σκοπίων! Έδειχνε μάλιστα σχεδόν αδιάφορος και το είχε υποβαθμίσει σε τόσο μεγάλο βαθμό, που προκαλούσε εύλογες απορίες πώς άραγε είναι δυνατόν για τρεις ολόκληρους μήνες (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1991) ο υπεύθυνος υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας να μην έχει σημάνει συναγερμό για τη Μακεδονία, δεδομένου ότι τα Σκόπια είχαν ήδη ανακηρύξει επίσημα την ανεξαρτητοποίησή τους(;)! Η απλή απάντηση, όπως φάνηκε κι απ’ τη συνέχεια, είναι ότι την περίοδο εκείνη ο Σαμαράς δεν είχε ακόμα καταλάβει ότι το ζήτημα της Μακεδονίας ήταν «χρυσάφι» για τον ίδιο και την πολιτική του καριέρα. Μόνο στις 16 Δεκεμβρίου του 1991 το κατάλαβε και, εντελώς ξαφνικά, μετατράπηκε σε... «Μακεδονομάχο»!
Απόδειξη για την πλήρη αδιαφορία Σαμαρά σχετικά με το ζήτημα των Σκοπίων είναι η έλλειψη κάθε αντίδρασης εκ μέρους του, όταν τα Σκόπια ανακηρύχθηκαν ανεξάρτητα ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας»! Επίσης, τον ίδιο μήνα, τον Σεπτέμβριο του 1991, αδιαφόρησε παντελώς για τον διορισμό Έλληνα εκπροσώπου στην αρμόδια επιτροπή Μπαντιντέρ, κάτι που θεωρήθηκε επιζήμιο για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Αλλά και δύο μόλις εβδομάδες πριν τη συνδιάσκεψη των Βρυξελλών, δηλ. στις 2 Δεκεμβρίου 1991, ο Αντώνης Σαμαράς υπέγραψε -μαζί με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους συναδέλφους του- τον περίφημο «Κανονισμό 3567/91» του Συμβουλίου υπουργών εξωτερικών της ΕΟΚ, σύμφωνα με τον οποίο η νεότευκτη Δημοκρατία των Σκοπίων αναγνωρίζεται ως... «Μακεδονία» σκέτο! Την ημέρα εκείνη, με την υπογραφή μάλιστα του Έλληνα υπουργού εξωτερικών, πρωτοεμφανίστηκε η ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας»...
Αλλά το εξοργιστικό σχετικά με τη στάση του Σαμαρά είναι άλλο: απέφυγε να ενημερώσει λεπτομερώς τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη για τον εν λόγω «Κανονισμό» κι έτσι το θέμα πνίγηκε μες στην όλο και πιο δύσκολη διαμορφωμένη κατάσταση που αντιμετώπιζε η τότε κυβέρνηση. Κι όταν αργότερα, το καλοκαίρι του 1993, δημοσιογράφοι επανέφεραν το θέμα σχετικά με τις τεράστιες ευθύνες του Σαμαρά για τη γένεση του νεώτερου Μακεδονικού ζητήματος, αυτός προσπάθησε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, ισχυριζόμενος ότι δεν παρέστη και δεν υπέγραψε το πρωτόκολλο εκείνο! Τα γεγονότα όμως τον διέψευδαν, παρά την απέλπιδα προσπάθεια που έκανε για να αποφύγει την «ταφόπλακα» της πολιτικής του καριέρας...
Και έφτασε έτσι η μοιραία 16η Δεκεμβρίου. Τότε ο Αντώνης Σαμαράς, χωρίς και πάλι να ενημερώσει λεπτομερώς τον πρωθυπουργό, υπέγραψε την τελική πράξη που οδήγησε στην τραγωδία της Γιουγκοσλαβίας. Διότι η απόφαση εκείνης της ημέρας γέννησε ανέμους και σκόρπισε θύελλες, αφού αμέσως μετά ξεκίνησαν οι τρομερές εχθροπραξίες στον χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβίας και ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος, που κράτησε πάνω από τρία χρόνια, έως και το 1995, και σαν αποτέλεσμα είχε τουλάχιστον 200.000 νεκρούς, πολλαπλάσιους τραυματίες και ξεσπιτωμένους, αλλά και απομάκρυνε ακόμα περισσότερο τα Βαλκάνια από την υπόλοιπη Ευρώπη...
Ειδικά δε για την Ελλάδα, την αποφράδα εκείνη ημέρα γιγαντώθηκε εκ του μηδενός το ζήτημα των Σκοπίων. Οι σπόροι μας ατιμωτικής ήττας και μιας εθνικής ταπείνωσης για την ευρωπαϊκή Ελλάδα από ένα θνησιγενές κρατίδιο, χωρίς υποδομές, χωρίς καμία εθνική συνοχή, με τεράστια οικονομικά προβλήματα και απίστευτη ανεργία, ρίχτηκαν εκείνη την ημέρα και με την υπογραφή του Έλληνα υπουργού εξωτερικών, του Αντώνη Σαμαρά... Ο οποίος ούτε καν ζήτησε την απάλειψη της λέξης «Μακεδονία» από το όνομα των Σκοπίων, χάνοντας έτσι η Ελλάδα μια μοναδική ευκαιρία να κλείσει προς όφελός της ένα πρόβλημα, που αργότερα μεταβλήθηκε σε γάγγραινα για τα συμφέροντα του ελληνισμού [Γιατί δεν διαφοροποιήθηκε από τους υπόλοιπους υπουργούς εξωτερικών της ΕΟΚ ο Αντώνης Σαμαράς την τόσο κρίσιμη 16η Δεκεμβρίου 1991; Δεν μας το αποκάλυψε ποτέ...].
Κι όμως έκτοτε ο Σαμαράς άρχισε να εμφανίζεται σαν αδιάλλακτος πατριώτης και «Σκοπιανοφάγος»! Ποιος, αυτός που μέχρι τότε καλλιεργούσε ένα υπερπροοδευτικό, σχεδόν διεθνιστικό, πρόσωπο και αποκαλούσε μάλιστα την μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης «τουρκική»! Αυτός που άφησε να ανοίξουν ανεξέλεγκτα τα ελληνοαλβανικά σύνορα, χωρίς να εξασφαλίσει καμία εγγύηση για τα εθνικά δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας, έγινε ξαφνικά μαχητικός εθνικιστής και δεν δεχόταν καμία διαπραγμάτευση για το «ιερό όνομα της Μακεδονίας»...
Η γενικότερη στάση του Αντώνη Σαμαρά στις 16 Δεκεμβρίου του 1991 υπήρξε απαράδεκτη και προσβλητική προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης στην οποία συμμετείχε, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Έγινε κατόπιν γνωστό ότι στα περιθώρια των διαπραγματεύσεων εκείνης της μέρας ο Σαμαράς όχι μόνο δεν συνομίλησε με τον πρωθυπουργό του, αλλά... κρυβόταν επιμελώς, φοβούμενος προφανώς μήπως συμβεί κάτι απρόοπτο που θα του χαλούσε τα σχέδια που προφανώς είχε στο μυαλό του. Αργότερα θέλησε να δικαιολογηθεί για την πρωτοφανή στάση του, να μην έχει δηλαδή άμεση επικοινωνία με τον πρωθυπουργό της χώρας για μείζον εθνικό θέμα, με διάφορα αστεία επιχειρήματα. Είπε π.χ. ότι δεν χρειαζόταν να μιλήσει με τον πρωθυπουργό, διότι οι οδηγίες που είχε λάβει από εκείνον ήταν συγκεκριμένες και δεν υπήρχε λόγος να αλλάξουν (τότε γιατί άραγε γίνονταν α πολύωρες διαπραγματεύσεις;)!... Επίσης, είπε ότι ούτως ή άλλως οι θέσεις του δικαιώθηκαν, άρα όλα τα άλλα περνούν σε δεύτερη μοίρα (κι όμως το ζήτημα των Σκοπίων ακριβώς τότε διογκώθηκε και χάθηκε το όνομα της Μακεδονίας για τον ελληνισμό...).
Ο Σαμαράς έχτισε έκτοτε την εικόνα του δήθεν ασυμβίβαστου πατριώτη για το όνομα της Μακεδονίας, στηριζόμενος ακριβώς πάνω στη συμφωνία της 16ης Δεκεμβρίου και τον περίφημο «τρίτο όρο», που υποτίθεται ότι εξασφάλιζε τα ελληνικά δίκαια σχετικά με το πρόβλημα που αναδύθηκε [Τελικά, μετά από λίγο καιρό, φάνηκε η «γύμνια» του Σαμαρά, αφού όλοι απολύτως οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας αποδείχτηκε ότι ερμήνευαν διαφορετικά από την ελληνική πλευρά τον «τρίτο όρο» της συμφωνίας. Ήταν λοιπόν θέμα ερμηνείας, όπως παραδέχτηκε αργότερα και ο ίδιος ο Σαμαράς και δεν επρόκειτο για μεγάλη διπλωματική του νίκη, όταν θέλησε να την παρουσιάσει ως τέτοια στην προσπάθειά του να οικοδομήσει το προφίλ του επερχόμενου ηγέτη...]. Ο όρος αυτός ανέφερε ότι καμία από τις νέες Δημοκρατίες που προέκυψαν από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ονομασία, η οποία να υποδηλώνει εδαφικές διεκδικήσεις [Οι άλλοι δύο όροι ήταν: να μην έχει εδαφικές διεκδικήσεις έναντι κάποιας γειτονικής χώρας και να μην πραγματοποιεί εχθρικές προπαγανδιστικές δραστηριότητες].
Αντιφατική λοιπόν ήταν η στάση του Σαμαρά στην ιστορική συνεδρίαση των Βρυξελλών, στις 16 Δεκεμβρίου 1991. Από τη μια υπέγραψε το κείμενο που αναφερόταν σε ανεξάρτητη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και από την άλλη έβαλε τάχα τον όρο καμία ονομασία να μην υπονοεί αλυτρωτικές διαθέσεις. Μα το ένα αναιρεί το άλλο! Διότι πώς να πειστούν μετά οι Ευρωπαίοι για τα ελληνικά δίκαια, όταν ο ίδιος ο Σαμαράς με την υπογραφή του αναγνώρισε τα Σκόπια ως «Μακεδονία»; Άρα ο «τρίτος όρος» πήγαινε στον κάλαθο των αχρήστων, αφού δεν αφορούσε με κανέναν τρόπο την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας», που ήδη είχε υπογράψει ο Σαμαράς! Πρόκειται για ένα πολύ σκοτεινό σημείο της πολιτικής διαδρομής του Μεσσήνιου πολιτικού, που ο ίδιος δεν θέλησε ποτέ του να διαλευκάνει...
Ό,τι δεν είχαν ως τότε καταφέρει να κάνουν η αντιπολίτευση ΠΑΣΟΚ-Αριστεράς, οι απεργιακές κινητοποιήσεις, το παραγωγικό σαμποτάζ στην οικονομία, η διεθνής εκστρατεία δυσφήμησης της χώρας και η τρομοκρατία εναντίον της οικογένειας Μητσοτάκη, το κατάφερε ο βασικός του συνεργάτης μέσω του «Μακεδονικού». Με αποτέλεσμα την πτώση αργότερα της κυβέρνησης Μητσοτάκη και τη μετατροπή της χώρας σε «δούρειο ίππο» μέσα στη Δύση σκοτεινών υπερδυνάμεων...
Έτσι λοιπόν, ο Σαμαράς στην ενημέρωση του πρωθυπουργού που ακολούθησε παρουσίασε την άσχημη τροπή των πραγμάτων σαν μια «μεγάλη ελληνική νίκη», που οφειλόταν στην πιστή υποτίθεται εφαρμογή των οδηγιών που του είχε δώσει ο Μητσοτάκης. Ο τότε πρωθυπουργός αρχικά απέφυγε να επιπλήξει δημόσια τον υπουργό του, μην θέλοντας επιπροσθέτως να πιστέψει ότι ένας τόσο στενός του συνεργάτης τον εξέθεσε. Αλλά και ο, ανοιχτός σε κάθε ερμηνεία, «τρίτος όρος» λειτούργησε το πρώτο διάστημα καθησυχαστικά για τον Μητσοτάκη και το περιβάλλον του.
Γρήγορα πάντως ο πρωθυπουργός και πρόεδρος της ΝΔ κατάλαβε το διπλό παιχνίδι τουΣαμαρά. Ήταν όμως δύσκολο να πάρει ριζικές αποφάσεις, δηλ. να τον απομακρύνει απ’ την κυβέρνηση, αφού η περίοδος εκείνη ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη. Ήταν οι μέρες της διεξαγωγής του πρωτοφανούς σε όγκο συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης και το σύνθημα του πλήθους έπνιξε κάθε φωνή λογικής: «Η Μακεδονία είναι μία και ελληνική»! Ο Σαμαράς απρόσμενα μεταβλήθηκε σε αγαπημένο των μαζών, στον μελλοντικό ηγέτη που θα οδηγούσε την Ελλάδα σε μια σύγχρονη «Μεγάλη Ιδέα»! Οι δυνάμεις που κρύβονταν πίσω απ’ τον Σαμαρά έτριβαν τα χέρια τους από ικανοποίηση: ο Έλληνας υπουργός των εξωτερικών, ηθελημένα ή μη, έβαλε σε «τροχιά» το μεγάλο γεωπολιτικό τους σχέδιο...
Η Ελλάδα είχε πέσει λοιπόν στην παγίδα. Με όχημα το «Μακεδονικό» έγινε κι αυτή μέρος του βαλκανικού προβλήματος, αντί να αποτελέσει την ήρεμη εκείνη δύναμη, ως η μόνη τότε χώρα-μέλος της ΕΟΚ και του NATO στην περιοχή, που θα πρωταγωνιστούσε στην -πολιτική, οικονομική και κοινωνική- αναδιαμόρφωση του βαλκανικού τοπίου. Η τακτική δηλ. του Αντώνη Σαμαρά να «παίξει» το χαρτί του ζητήματος των Σκοπίων οδήγησε την Ελλάδα σε μια φοβερή γεωπολιτική ανισορροπία... Χρόνια αργότερα, γενική ήταν η διαπίστωση ότι αν τότε η Ελλάδα δεν είχε ακολουθήσει τη συναισθηματικά φορτισμένη πολιτική των «Μακεδονομάχων» {κυρίως του Σαμαρά, αλλά και του ΠΑΣΟΚ, που κι αυτό όψιμα είχε μπει στο «παιχνίδι» [Μέχρι τότε το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου αδιαφορούσαν πλήρως για το λεγόμενο «Μακεδονικό» και, φυσικά, απέρριπταν το παλιό δόγμα της ελληνικής Δεξιάς περί «κινδύνου από τον Βορρά». Εκείνους δε που ασχολούνταν με τα εθνικά θέματα της Ελλάδας που σχετίζονταν με τις βόρειες χώρες τον αποκαλούσαν χωρίς δεύτερη σκέψη «αντιδραστικό» και «φασίστα». Μέχρι το 1991-92 για το ΠΑΣΟΚ και τον ιδρυτή του τα μόνα εθνικά θέματα προς συζήτηση ήταν εκείνα που είχαν σχέση με την Τουρκία (Κύπρος, Αιγαίο και Θράκη)]}, θα έπαιζε τον πλέον σημαντικό και ρυθμιστικό ρόλο στα Βαλκάνια: θα είχε καταστεί μία σύγχρονη ευρωπαϊκή δύναμη, που θα την σέβονταν όλοι στο ολισθηρό πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών σχέσεων...
Εξαιτίας όμως της πολιτικής των πατριδοκάπηλων η Ελλάδα παρουσιάστηκε από τα ξένα ΜΜΕ ως μια χώρα σχεδόν τριτοκοσμική και ξενοφοβική, με άκρως επεκτατικές βλέψεις, που επιθυμούσε τη διάλυση και την απορρόφηση του κράτους των Σκοπίων. Άλλωστε ο τότε ηγέτης των Σέρβων, ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, πρότεινε στον Έλληνα πρωθυπουργό να μοιράσουν οι δυο χώρες το κρατίδιο και να αποκτήσουν έτσι κοινά σύνορα! [Φυσικά ο Μητσοτάκης απέρριψε ασυζητητί την προβοκατόρικη πρόταση, η οποία φιλοδοξούσε να χύσει λάδι στη φωτιά και να ρίξει την Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή σε φοβερές περιπέτειες... Αντίθετα, την πρόταση Μιλόσεβιτς υποστήριξε έμμεσα ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέας Παπανδρέου]
Εν τω μεταξύ, ο έμπειρος Μητσοτάκης, ένας πολιτικός που πέρασε δια πυρός και σιδήρου (όσο κανένας άλλος σύγχρονος Έλληνας πολιτικός), είχε πλέον καταλάβει πού οδηγούσε η πολιτική Σαμαρά. Αισθανόταν πικραμένος από τη συμπεριφορά του υπουργού που εμπιστεύθηκε και τόσο στήριξε κατά το παρελθόν [Όντως, στις έντονεςκριτικές που του είχαν ασκηθεί την περίοδο 1989-90, όταν δηλ. πρόβαλλε τον Σαμαρά ως φιλόδοξο νέο πολιτικό και ισχυρό υπουργό των εξωτερικών, από διάφορες πλευρές (π.χ. από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή), ο Μητσοτάκης τον κάλυψε πλήρως. Πίστευε τότε ότι στο πρόσωπο του Σαμαρά είχε βρει έναν πιστό συνεργάτη, που θα προωθούσε την πολιτική του στις τόσο δύσκολες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί...].
Η ρήξη ανάμεσα σε «πατέρα» και «γιο» θα ήταν τραγική, μα αναπόφευκτη...
Η ρήξη
Την περίοδο εκείνη ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης αντιμετώπιζε πλέον την εχθρική συμπεριφορά, όχι μόνο της αντιπολίτευσης του ΠΑΣΟΚ και της ευρύτερης Αριστεράς, αλλά και διάφορων εσωκομματικών πτερύγων, που είχαν διαμορφωθεί από καιρό και που ετοίμαζαν το τελικό χτύπημα κατά του αρχηγού τους. Δύο βασικά αντιμητσοτακικοί πόλοι είχαν σχηματιστεί στο εσωτερικό της ΝΔ: Ο ένας είχε ηγέτη τον Μιλτιάδη Έβερτ, τον περίφημο «Μπουλντόζα» των δημοτικών εκλογών του 1986, επικεφαλής του ρεύματος της «λαϊκής Δεξιάς», και ο άλλος τον Αντώνη Σαμαρά, που -αξιοποιώντας στο έπακρο το ζήτημα των Σκοπίων- τέθηκε επικεφαλής των «αβερωφικών» της Νέας Δημοκρατίας, μιας συντηρητικής τάσης εθνικοφρόνων.
Αμφότεροι, Έβερτ και Σαμαράς, άρχισαν πια να στρέφονται ανοιχτά κατά του Μητσοτάκη, προσπαθώντας να πάρει ο καθένας για λογαριασμό του το προβάδισμα στην «κούρσα δρόμου» που οδηγούσε στην ηγεσία της ΝΔ και, πιθανότατα, στην πρωθυπουργία. Φάνηκαν έτσι και οι δυο αυτοί πολιτικοί μάλλον ανεύθυνοι όχι μόνο απέναντι στον πρόεδρο του κόμματος στο οποίο ανήκαν, αλλά και απέναντι στο 47% του λαού, που είχε δώσει συντριπτική νίκη-εντολή στον Μητσοτάκη, για να αλλάξει την Ελλάδα προς το καλύτερο.
Ιδιαίτερα η ρήξη του πρωθυπουργού με τον Σαμαρά είχε τραγικές διαστάσεις. [Άλλωστε κανείς ουσιαστικά δεν ξαφνιάστηκε από τη δυναμική εσωκομματική αντιπολίτευση του Έβερτ. Ο Έβερτ, ακραιφνής καραμανλικός, πάντοτε έβλεπε ανταγωνιστικά την πρόοδο του φιλελεύθερου πολιτικού και ποτέ δεν είχε υποστηρίξει έμπρακτα τις προσπάθειές του να επαναφέρει τη Νέα Δημοκρατία στην εξουσία. Αντιθέτως υπήρξε σε όλα αντίθετος με τον Μητσοτάκη: κρατικιστής και εχθρός της ελεύθερης αγοράς, συντηρητικός και οπαδός της παλιάς «άκαμπτης» Δεξιάς...] Ξεκίνησε ήδη από τον Δεκέμβριο του 1991 και ολοκληρώθηκε με δραματικό τρόπο στα μέσα της επόμενης άνοιξης. Δημιουργήθηκε έτσι ένα πολιτικά αγεφύρωτο ρήγμα, που δεν θα έκλεινε ποτέ. Η σύγκρουση ανάμεσά τους οδήγησε στη διάσπαση της παράταξης και στην ενδεκαετή κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ που ακολούθησε. Η σύγκρουση εξάλλου ευνοούσε τα μέγιστα τον Μιλτιάδη Έβερτ, που έβλεπε τους δυο αντιπάλους του να αλληλοεξουδετερώνονται και ο ίδιος να οδηγείται εκ των πραγμάτων στην καρέκλα του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας...
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα και στον απόηχο του γιγαντιαίου παμμακεδονικού συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε η πρώτη σύσκεψη των πολιτικοί αρχηγών υπό τον πρόεδρο της δημοκρατίας, με τη συμμετοχή και του υπουργού εξωτερικών, στις 18 Φεβρουαρίου 1992. Ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης βρέθηκε έτσι μαζί με τους Ανδρέα Παπανδρέου και τις δύο γυναίκες που έσπασαν το ανδρικό κατεστημένο και ήταν επικεφαλής των κομμάτων της Αριστεράς (Αλέκα Παπαρήγα του ΚΚΕ και Μαρία Δαμανάκη του ΣΥΝ) στο τραπέζι των διαβουλεύσεων υπό τον πρόεδρο της δημοκρατίας Καραμανλή, για να συζητηθεί η δυνατότητα χάραξης ενιαίας εξωτερικής πολιτικής και, ειδικότερα, να βρεθούν τρόποι αντιμετώπισης του προβλήματος που ανέκυψε με τα Σκόπια. Οι πολιτικοί αρχηγοί δήλωσαν ότι δεν διαφώνησαν καθόλου στον χειρισμό του «Μακεδονικού», αλλά προέκυψαν ενστάσεις από τις διαφορετικές θέσεις τους πάνω στα ελληνοτουρκικά θέματα.
Φαινομενικά λοιπόν η σύσκεψη εξελίχθηκε πάρα πολύ καλά τόσο για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα όσο και για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Άλλωστε ο Αντώνης Σαμαράς δεν τόλμησε να εκφράσει ανοιχτά τις όποιες διαφωνίες του και έδειχνε να επανέρχεται σε ηπιότερες θέσεις. Δυστυχώς όμως για τον τότε πρωθυπουργό το χτύπημα ήρθε από αλλού: Την ίδια ημέρα την παραίτησή του υπέβαλε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Αθανάσιος Κανελλόπουλος, ένας εκ των σκληρών ενδοκυβερνητικών αντιπάλων του Μητσοτάκη. Χάθηκε έτσι επικοινωνιακά το πλεονέκτημα που απέκτησε η κυβέρνηση σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία για την ίδια [Μόλις έναν μήνα πριν είχε αθωωθεί, λόγω αμφιβολιών, από το ειδικό δικαστήριο ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και πρώην πρωθυπουργός, Ανδρέας Παπανδρέου. Το ΠΑΣΟΚ φάνηκε να κερδίζει τα μέγιστα απ’ αυτήν την απόφαση, την οποία φυσικά εκμεταλλεύθηκε πλήρως επικοινωνιακά και σε βάρος της κυβέρνησης.], ακριβώς εξαιτίας της ξαφνικής κίνησης Κανελλόπουλου. Δύσκολα κανείς μπορεί να πειστεί ότι δεν ήταν εκ των προτέρων σχεδιασμένη αυτή η ενέργεια, ακριβώς γα να ακυρώσει μα ενδεχόμενη επιτυχία του Μητσοτάκη στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών...
Ο Μάρτιος του 1992 είναι ένας φαινομενικά ήρεμος μήνας, όσον αφορά τουλάχιστον το ζήτημα των Σκοπίων. Στην πραγματικότητα όμως το «καζάνι έβραζε». Άλλωστε ο μήνας αυτός έκλεισε με τον θάνατο ενός σύγχρονου συμβόλου της Μακεδονίας, του κορυφαίου αρχαιολόγου Μανόλη Ανδρόνικου. Εκείνο το χρονικό διάστημα σε συνέντευξή του ο Ανδρέας Παπανδρέου ανέφερε ότι η ελληνική κυβέρνηση ακολουθεί αντιφατική πολιτική στο μείζον εθνικό θέμα: Από τη μία η ανένδοτη στάση του Αντώνη Σαμαρά (δεν πρέπει τα Σκόπια να αναγνωριστούν αν στην ονομασία τους περιέχεται ο όρος «Μακεδονία») και από την άλλη η «υποχωρητική» στάση του πρωθυπουργού Μητσοτάκη (τo όνομα δεν έχει και τόση σημασία). Είναι εμφανές ότι η δήλωση αυτή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης βοήθησε εκείνη την ώρα αφάνταστα τον Σαμαρά, που τον παρουσίαζε στα μάτια της απληροφόρητης ελληνικής κοινής γνώμης σαν «ασυμβίβαστο αγωνιστή», που τον πολεμάει ο «κακός» πρωθυπουργός του!
Εν τω μεταξύ, στις 5 Απριλίου 1992, διεξήχθησαν στη Β΄ εκλογική περιφέρεια Αθηνών αναπληρωματικές εκλογές γα την κάλυψη της θέσης του καταδικασθέντος βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, Δημήτρη Τσοβόλα. Το μόνο από τα μεγάλα κόμματα που συμμετείχε ήταν το ΠΑΣΟΚ, το οποίο και έλαβε σημαντικά ποσοστά, παίρνοντας πάνω από 100.000 ψήφους περισσότερες απ’ ότι στις εκλογές του 1990. Η επιτυχία αυτή του ΠΑΣΟΚ, που κατέλαβε εκ νέου την έδρα, θεωρήθηκε απ’ όλους ως μία προειδοποίηση πολλών πολιτών προς την κυβέρνηση, η οποία έμοιαζε άτολμη στα βήματά της και κάθε άλλο παρά εφάρμοζε την πολιτική της. Σήμερα βέβαια γνωρίζουμε ότι ήταν αδύνατον με τις συνθήκες που τότε διαμορφώθηκαν ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης να εφάρμοζε ένα μικρό έστω μέρος του προγράμματός του...
Φτάσαμε έτσι στη μοιραία δεύτερη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον πρόεδρο της δημοκρατίας Καραμανλή, με συμμετοχή και πάλι του Αντώνη Σαμαρά. Ήταν στις 13 Απριλίου 1992, η μέρα κατά την οποία και επισημοποιήθηκε η οριστική ρήξη στη σχέση Μητσοτάκη-Σαμαρά, μια ρήξη που -αν και υπέβοσκε από καιρό- ήρθε απότομα στην επιφάνεια. Ο Σαμαράς παρέμεινε στην αρχή της σύσκεψης και κατόπιν αποχώρησε. Ήταν η τελευταία φορά που θα καθόταν πλάι στον Κώστα Μητσοτάκη... Μετά το τέλος της σύσκεψης, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε την απόφασή του να αποπέμψει τον υπουργό των εξωτερικών και να αναλάβει προσωρινά ο ίδιος το υπουργείο. Ο Σαμαράς αντέδρασε έντονα στην αποπομπή του, αφήνοντας διάφορα υπονοούμενα για την από εκεί και πέρα στάση του.
Αλλά και με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις η συναίνεση ήταν εξαιρετικά εύθραυστη. ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ και ΚΚΕ επέκριναν τους χειρισμούς της κυβέρνησης. Μάλιστα τη φορά αυτή το ΚΚΕ διαφοροποιήθηκε απ’ όλες τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, λέγοντας πως δεν συμφωνεί με τη θέση πως η Ελλάδα πρέπει να αναγνωρίσει το κράτος των Σκοπίων στην περίπτωση μόνο που τηρηθούν και οι τρεις όροι της ΕΟΚ της 16ης Δεκεμβρίου 1991 [Το ΚΚΕ αποσυνέδεσε με δυο λόγια το ζήτημα των Σκοπίων από τους σαφείς όρους που είχε θέσει η ΕΟΚ γα αναγνώριση της νεότευκτης Δημοκρατίας.]. Από τη στιγμή εκείνη και έπειτα το ΚΚΕ θα αντιμετωπίζει με τη δική του ιδιαίτερη προσέγγιση το ζήτημα των Σκοπίων, ξεφεύγοντας απ’ τη «μέγγενη» των εθνικιστικών εντυπώσεων.
Την επόμενη μέρα της σύσκεψης, στην παραλαβή του υπουργείου εξωτερικών, ο Μητσοτάκης αναγκάστηκε αυτή τη φορά να δηλώσει ότι η συγκυρία των πραγμάτων ήταν που οδήγησε σε αλλαγή της ηγεσίας του υπουργείου. Μέχρι τότε κάλυπτε πλήρως τον Σαμαρά, έστω και για να μην προκαλέσει μία ακόμα πληγή στο σώμα της τόσο ταλαιπωρημένης κυβέρνησής του. Αλλά κι ο Σαμαράς στην παράδοση του υπουργείου δήλωσε με νόημα ότι «ο καθένας γράφει την ιστορία του»... Κι ύστερα έφυγε απελευθερωμένος από το «βάρος» της συμμετοχής του σε μια κυβέρνηση, στην οποία ηγούνταν ο υπ’ αριθμόν ένα πια εχθρός του. Έτσι ξεκινούσε για τον τόπο ένα απίστευτο πολιτικό θρίλερ, με μπόλικο παρασκήνιο, ίντριγκες και προδοσίες...
Μια τρίτη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον πρόεδρο της δημοκρατίας πραγματοποιήθηκε στις 14 Ιουνίου 1992. Στην τελευταία σύσκεψη εκείνης της περιόδου ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης συμμετείχε και με την ιδιότητα του υπουργού εξωτερικών. Το ΚΚΕ επιβεβαίωσε τη ριζική αλλαγή πορείας του, αφού ήταν το μόνο που δεν προσυπέγραψε το κείμενο της συμφωνίας των πολιτικών αρχηγών, λόγω γενικότερων διαφωνιών (όπως δήλωσε η γραμματέας του, Αλέκα Παπαρήγα). Αλλά και οι υπόλοιποι αρχηγοί της αντιπολίτευσης, ο Ανδρέας Παπανδρέου και η Μαρία Δαμανάκη, εξέφρασαν και πάλι τις διαφωνίες τους με ορισμένες επιλογές της κυβέρνησης και μάλιστα αντιτάχθηκαν σε πιθανή συμμετοχή της Ελλάδας σε κάποια από τις ειρηνευτικές στρατιωτικές αποστολές στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Η στάση του προέδρου της δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Καραμανλή, υπήρξε γα πολλούς αινιγματική τον καιρό εκείνο. Ο αυστηρά συντονιστικός ρόλος του στις τρεις συσκέψεις των πολιτικών αρχηγών δεν του επέτρεψε να εκφράσει τις σκέψεις του πάνω σ’ αυτό το τόσο κρίσιμο εθνικό ζήτημα. Παρ’ όλα αυτά η γενική εντύπωση ήταν ότι κινούνταν ανάμεσα στις θέσεις του Ανδρέα Παπανδρέου και του Αντώνη Σαμαρά: Δεν έφευγε δηλ. από το κλίμα του λαϊκισμού και της πατριδοκαπηλίας που είχε δημιουργηθεί στην Ελλάδα εκείνη τη χρονική περίοδο. Άλλωστε τα δάκρυά του στο αεροδρόμιο, όταν και τόνισε βουρκωμένος ότι υπάρχει μόνο μία Μακεδονία κι αυτή είναι ελληνική, υπήρξαν τρανή απόδειξη των αντιλήψεών του πάνω στο «Μακεδονικό» θέμα. Οι εθνικιστικές όμως φωνές κάλυπταν κάθε άλλη άποψη εκείνο τον καιρό, τόσο που ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης αναγκάστηκε να δηλώσει με κάποια δόση πικρίας ότι «σε δέκα χρόνια κανείς δεν θα θυμάται το όνομα της Μακεδονίας»! [Πράγματι, πέρασαν πολύ λιγότερα από δέκα χρόνια, όταν το πρώην φανατικά «πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ, μετά από ένα δεκαοκτάμηνο εμπάργκο στα Σκόπια (που προκάλεσε την οργή Ευρωπαίων και Αμερικανών), πραγματοποίησε θεαματική στροφή 180 μοιρών στο θέμα και αναγκάστηκε να υπογράψει την περίφημη «Ενδιάμεση Συμφωνία» της Νέας Υόρκης, που έδινε πολλά στους Σκοπιανούς, παίρνοντας μόνο κάποιες -ούτως ή άλλως αναπόφευκτες για τα Σκόπια- μικροϋποχωρήσεις. Πάντως αυτή η μεταβατική συμφωνία, διάρκειας επτά ετών, έληξε ήδη το 2002, χωρίς εν τω μεταξύ να βρεθεί καμία μόνιμη λύση.]
Ήταν πια φανερό ότι στο εσωτερικό της Ελλάδας, και σε σχέση πάντα με το «Μακεδονικό», είχαν διαμορφωθεί δύο άκρως αντίθετες μεταξύ τους πολιτικές: Η πολιτική της εθνοκαπηλείας και του ουσιαστικού (και όχι μόνο λεκτικού) αντιδυτικισμού, που περιελάμβανε τόσο το ΠΑΣΟΚ και την Αριστερά όσο και δυνάμεις της ευρύτερης Κεντροδεξιάς (Σαμαράς, Έβερτ, αλλά και ο πρόεδρος της δημοκρατίας Καραμανλής) και η πολιτική της σύγχρονης, φιλελεύθερης και ευρωπαϊκής, αντιμετώπισης των πραγμάτων, με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον της χώρας, με μοναδικό ουσιαστικά εκφραστή τον Μητσοτάκη και τον προσκείμενο σ’ αυτόν πολιτικό κύκλο. Πραγματικά, ήταν τεράστιο το βάρος για τον τότε πρωθυπουργό, που είχε αναλάβει τον δυσβάσταχτο φόρτο να οδηγήσει την Ελλάδα στα δύσβατα μονοπάτια μιας ολότελα νέας εποχής. Η πολιτική μοναξιά σ’ όλο της το μεγαλείο...
Από εκεί και πέρα ο πόλεμος κατά της κυβέρνησης κλιμακώθηκε. Το ΠΑΣΟΚ, όπως συνήθιζε, ξέχασε γρήγορα τα περί εθνικής συναίνεσης και, εκμεταλλευόμενο το λαϊκό αίσθημα, εξαπέλυσε πλήρη επίθεση κατά του Μητσοτάκη. Έτσι, την ημέρα κατά την οποία ξεκινούσε η αποφασιστικής σημασίας σύνοδος των ηγετών των κρατών-μελών της ΕΟΚ, στη Λισαβόνα, στις 26 Ιουνίου 1992, ο Ανδρέας Παπανδρέου προέβη απ’ τη Θεσσαλονίκη σε εμπρηστικές δηλώσεις με αιχμή το «Μακεδονικό», ένα θέμα που μέχρι πριν λίγους μήνες χαρακτήριζε δημόσια ως... ανύπαρκτο! Η σιωπηρή στάση τόσο του Σαμαρά όσο και των υπόλοιπων αντιμητσοτακικών της ΝΔ ερμηνεύτηκε ως πρώτης τάξης συμμαχία ανάμεσα σ’ αυτούς και το ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να ξεμπερδέψουν με τον «ενοχλητικό» Μητσοτάκη [Πραγματικά, δεν υπήρχε τότε κανένα αρραγές μέτωπο στην ελληνική πολιτική σκηνή σχετικά με τα μεγάλα εθνικά μας ζητήματα. Ή μάλλον υπήρχε ένα: Αυτό κατά του Μητσοτάκη, εναντίον του οποίου είχαν συσπειρωθεί άπαντες... Ιδού ένας από τους βασικούς λόγους της αποτυχίας της ελληνικής διπλωματίας στο ζήτημα των Σκοπίων.].
Στη Λισαβόνα, παρά τις αντίξοες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στο ευρωπαϊκό περιβάλλον έναντι της Ελλάδας, ο Μητσοτάκης πέτυχε τελικά να επιβάλει στην κοινή απόφαση των ηγετών των χωρών-μελών της ΕΟΚ τη ρητή αναφορά ότι το νέο κράτος θα αναγνωριστεί μόνο σε περίπτωση που δεν θα περιλαμβάνεται στην ονομασία του η λέξη «Μακεδονία». Ήταν χωρίς αμφιβολία μια μεγάλη προσωπική νίκη του τότε πρωθυπουργού.
Κι όμως η μεγάλη αυτή επιτυχία έμεινε εντελώς ανεκμετάλλευτη και πέρασε στα... ψιλά στο εσωτερικό της Ελλάδας! Έμειναν μόνο οι κορώνες της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που κάθε μέρα επιτίθονταν σφόδρα κατά του πρωθυπουργού, καταλογίζοντάς του άδικα πράγματα και καταστάσεις που δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα... Τότε ήταν που ο Ανδρέας Παπανδρέου έριξε το σύνθημα ότι ο Μητσοτάκης «πρέπει να φύγει», χαρακτηρίζοντας την ελληνική επιτυχία στη Λισαβόνα ως «άθλιο χειρισμό»!
Αντικειμενικά η αναμφισβήτητη αυτή επιτυχία του Μητσοτάκη (που ξοδεύτηκε αναίτια τον επόμενο χρόνο από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ) έδειχνε αρκετά πράγματα. Έδειχνε καταρχάς ότι απ’ τη στιγμή που ανέλαβε ο ίδιος ο πρωθυπουργός προσωπικά τον τομέα της εξωτερικής πολιτικής μπορούσε να έχει επιτυχίες, που ούτε καν ονειρευόταν ο προκάτοχός του στο υπουργείο. Έδειχνε ακόμα ότι ο Αντώνης Σαμαράς είχε ακολουθήσει μία χωρίς σοβαρό σχεδιασμό γραμμή, ποντάροντας «ατυχώς» σε λάθος συμμαχίες που οδήγησαν το όλο ζήτημα σε αδιέξοδο [Για τα λάθη τότε του Σαμαρά «βάρυνε» η έλλειψη πείρας, αλλά και η αδικαιολόγητη ευθυνοφοβία που συνοδευόταν από ψευτολεονταρισμούς.]. Μάλιστα «ζήτησε και τα ρέστα», κραυγάζοντας ότι τάχα θυσίασε την καρέκλα του για χάρη της Μακεδονίας!
Τις ίδιες εκείνες φοβερά δύσκολες ώρες ο Αντώνης Σαμαράς είχε υποπέσει σε μία παράξενη σιωπή. Δεν σχολίασε καθόλου την απόφαση της Λισαβόνας, αν και μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν ο αρμόδιος επί του θέματος υπουργός. Η σιωπή του Σαμαρά την περίοδο εκείνη μπορεί να ερμηνευτεί μόνο υπό το πρίσμα των όσων ακολούθησαν. Πολύ απλά, ο φιλόδοξος πολιτικός ανέμενε το τέλος του καλοκαιριού, για να συνεχίσει την επίθεση κατά του ανθρώπου που τον ανέδειξε. Ένας νέος κύκλος άνοιγε: Ο Μητσοτάκης έπρεπε να φύγει από την κυβέρνηση...
Στην τελική ευθεία για την πτώση...
Τον Αύγουστο του 1992 έγινε μικρής έκτασης ανασχηματισμός της κυβέρνησης. Ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης προσπάθησε να δώσει την ώθηση για ένα νέο ξεκίνημα, μετά από δύο μάλλον άκαρπα χρόνια και υπό το βάρος των νέων συνθηκών που επικρατούσαν στην παράταξη: δηλ. την ουσιαστική ανταρσία εναντίον του, που προκαλούσε διαρκώς η εσωκομματική αντιπολίτευση. Το υπουργείο εξωτερικών παραχωρήθηκε σε έναν πολύπειρο και μετριοπαθή πολιτικό, τον Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, ο οποίος ανέλαβε να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά», ειδικά στο πρόβλημα με τα Σκόπια [Είναι πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός πως εκείνη ειδικά την περίοδο κανένας απολύτως δεν επιθυμούσε να αναλάβει τον θώκο του υπουργείου εξωτερικών, το οποίο -λόγω της εμπλοκής των Σκοπίων- θεωρούνταν ούτε λίγο ούτε πολύ «καυτή πατάτα» στα χέρια του οποιουδήποτε πολιτικού...].
Δυστυχώς όμως για την κυβέρνηση, εκείνες τις ημέρες του περιορισμένου ανασχηματισμού το ζήτημα των Σκοπίων έλαβε δραματική τροπή. Εντελώς αιφνιδιαστικά η Ρωσία αναγνώρισε το νεαρό κρατίδιο ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» (με το συνταγματικό του δηλ. όνομα), κάτι που αποτελούσε αναπάντεχη επιτυχία της σκοπιανής διπλωματίας και δυσχέραινε κατά πολύ τα πράγματα για την Ελλάδα. Επίσης, τις ίδιες ημέρες το κοινοβούλιο των Σκοπίων πήρε την απόφαση να καθιερωθεί σαν εθνικό σύμβολο της Δημοκρατίας αυτής το περίφημο δεκαεξάκτινο αστέρι, ο «Ήλιος της Βεργίνας», κάτι που η ελληνική πλευρά θεώρησε ως καπηλεία του εθνικού της συμβόλου.
Η κατάσταση λοιπόν, παρά τη μεγάλη επιτυχία της Λισαβόνας, έγινε ακόμα πιο περίπλοκη. Πάνω που η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν έτοιμη να «ανασάνει» μετά από πολύ καιρό, νέα χτυπήματα προστέθηκαν στις ήδη υπάρχουσες ανοιχτές πληγές. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Παπανδρέου, δήλωσε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη οδηγεί τον τόπο στην εθνική καταστροφή, ενώ και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, Καραμανλής, είπε ότι αυτά που συμβαίνουν στην ελληνική και τη διεθνή ζωή δεν εξηγούνται λογικά [Ήταν η δεύτερη φορά που ο «εθνάρχης» Καραμανλής χρησιμοποιούσε όρους ψυχιατρικής, προκειμένου να ερμηνεύσει τα πολιτικά πράγματα. Την πρώτη φορά, τον Ιανουάριο του 1989, με τα σκάνδαλα του ΠΑΣΟΚ να κυριαρχούν στην επικαιρότητα, είχε προβεί στην τραγική δήλωση: «Η χώρα μετατράπηκε σε ένα απέραντο τρελοκομείο»!...]... Αλλά ο Σαμαράς, ο άνθρωπος που βρισκόταν στο επίκεντρο του προβλήματος, εξακολουθούσε να κρατά απόλυτη σιγή.
Τότε ήταν που η κυβέρνηση, δια στόματος του νέου υπουργού εξωτερικών, Παπακωνσταντίνου, δήλωσε ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να αναγνωρίσει και να βοηθήσει το νέο κράτος που σχηματίστηκε στα βόρεια σύνορά της, με την προϋπόθεση όμως ότι δεν θα κλέβει τα ελληνικά ιστορικά σύμβολα και θα απαλείψει το όνομα «Μακεδονία» από την επίσημη ονομασία της. Φάνηκε λοιπόν ότι η ελληνική κυβέρνηση, χωρίς να υποχωρεί στις βασικές αρχές της, ήταν πρόθυμη να δεχτεί έναν περήφανο και εξυπηρετικό προς τα ελληνικά συμφέροντα συμβιβασμό. Άλλωστε πρόεδρος των Σκοπίων τα χρόνια εκείνα ήταν ένας «μαθουσάλας» πολιτικός από την εποχή της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, ο Κίρο Γκλιγκόροφ, που είχε αφήσει να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να δεχτεί μια σύνθετη ονομασία, μετά βέβαια από σκληρές διαπραγματεύσεις. Κι όμως η ευκαιρία εκείνη χάθηκε για την Ελλάδα. Κι έτσι όλος ο πλανήτης αποκαλεί πια τα Σκόπια ως «Μακεδονία»... Δεν ευθυνόταν όμως ο Μητσοτάκης για τη μοναδική ευκαιρία που χάθηκε, να λυθεί δηλ. το εθνικό θέμα με τρόπο ικανοποιητικό για όλους. Κι αυτό διότι η εσωκομματική αντιπολίτευση απειλούσε με πτώση την κυβέρνηση, στην περίπτωση που προέβαινε σε αμοιβαίο συμβιβασμό με τα Σκόπια...
Την εποχή λοιπόν εκείνη η ηγεσία του γειτονικού κρατιδίου έδειξε διάθεση για διάλογο, προκειμένου να τελειώσει οριστικά η σοβαρή αυτή εκκρεμότητα, που εμπόδιζε τις καλές σχέσεις των δύο λαών. Ακούστηκαν διάφορες πιθανές ονομασίες για τη μικρή χώρα, όλες βέβαια σύνθετες και με το όνομα «Μακεδονία» στο συνθετικό τους, όπως: «Σλαβομακεδονία», «Βόρεια Μακεδονία», «Άνω Μακεδονία», «Μακεδονία των Σκοπίων», ακόμα και «Νέα Μακεδονία». Οι ηγέτες των δύο χωρών, πιεσμένοι ασφυκτικά από πληθώρα θεμάτων που ζητούσαν άμεση λύση, αποφάσισαν να «βάλουν νερό στο κρασί τους». Μητσοτάκης και Γκλιγκόροφ ήταν έτοιμοι για το μεγάλο βήμα. Και τότε χτύπησε ο Σαμαράς. Βέβαια αδιάλλακτοι υπήρχαν και στα Σκόπια, όμως αυτοί δεν είχαν το πολιτικό εκτόπισμα ενός πρώην υπουργού εξωτερικών, ούτε και η εκεί κυβέρνηση κρεμόταν κυριολεκτικά πάνω σε μια κλωστή, όπως συνέβαινε με την ελληνική [Οι σκοπιανοί εθνικιστές, νεαροί στην ηλικία και άγουροι πολιτικά, δεν λαμβάνονταν και τόσο σοβαρά υπ’ όψιν από μια «γριά αλεπού» της πολιτικής, όπως όλοι αποκαλούσαν τον Κίρο Γκλιγκόροφ. Ακόμα και το άλλοτε ακραία εθνικιστικό και ανθελληνικό ΒΜΡΟ των Σκοπίων, υπό τον Λιούμπτσο Γκεοργκίεφσκι, δεν θα αντιδρούσε τότε σε ενδεχόμενο συμβιβασμό Αθηνών-Σκοπίων. Αυτό άλλωστε έδειξε και η μετέπειτα μετριοπαθής του πορεία στη διακυβέρνηση της Π.Γ.Δ.Μ., όταν και μετατράπηκε σε σύγχρονο κεντροδεξιό κόμμα, λησμονώντας τους όρκους του πως το επόμενο συνέδριο του θα το έκανε στη... Θεσσαλονίκη, με φόντο τον Λευκό Πύργο!]. Αντίθετα ο Σαμαράς μπορούσε ανά πάσα στιγμή να απειλεί τον Μητσοτάκη με πτώση της κυβέρνησης. Μετά λοιπόν από ανεξήγητη σιωπή μηνών ο Σαμαράς επανήλθε στο προσκήνιο, δηλώνοντας στα μέσα Οκτωβρίου του 1992 ότι θεωρεί τη διπλή ονομασία κλοπή του ελληνικότατου ονόματος της Μακεδονίας από τους Σκοπιανούς! Κάλεσε μάλιστα την κυβέρνηση να πει ένα ηχηρό «όχι» προς κάθε κατεύθυνση...
Επρόκειτο βέβαια για πολιτικό εκβιασμό προς τον Μητσοτάκη. Ουσιαστικά του έστελνε τελεσίγραφο ότι αν προχωρούσε σε οποιουδήποτε είδους συνεννόηση με τα Σκόπια, θα έριχνε την κυβέρνηση! Αλλά ο Σαμαράς δεν «ερμήνευσε» καλά τα πράγματα. Δεν έλαβε καθόλου κατά νου ότι η συγκυρία της στιγμής (με τον διαλλακτικό Γκλιγκόροφ στην ηγεσία των Σκοπίων) επέτρεπε έναν σχετικά ανώδυνο συμβιβασμό, που θα έβαζε οριστικό τέλος στους οποιουσδήποτε αστείους μεγαλοϊδεατισμούς από πλευράς των Σκοπίων. Επίσης, η στιγμή ήταν κατάλληλη και για την οικονομική και εμπορική διείσδυση της Ελλάδας στο νέο κρατίδιο, που βέβαια θα δεχόταν κάθε είδους βοήθεια από τον ισχυρότερο γείτονα, προκειμένου να επιβιώσει [Τελικά η διείσδυση αυτή έγινε μετά από χρόνια και με λιγότερο ευνοϊκούς όρους για τα ελληνικά γεωοικονομικά συμφέροντα.]. Αλλά ο Σαμαράς αγνόησε και κάτι άλλο πολύ σημαντικό: Ήδη την εποχή εκείνη τα Σκόπια τα είχαν αναγνωρίσει σαν «Μακεδονία» ορισμένες ισχυρές χώρες, άρα ήταν απλά θέμα χρόνου να το πράξουν και άλλες κι έτσι να χαθεί, ντε φάκτο, το «παιχνίδι» για την Ελλάδα... [Και πραγματικά, τα επόμενα χρόνια -κι αφού φυσικά το πρόβλημα δεν επιλύθηκε- ακολούθησε καταιγισμός αναγνωρίσεων των Σκοπίων ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και μάλιστα όχι μόνο από μικρά ή μεσαία κράτη, αλλά κι από υπερδυνάμεις (Κίνα, ΗΠΑ, Καναδάς κτλ). Ο Σαμαράς δεν είχε καταλάβει τότε το αυτονόητο: Πως όταν δεν βρίσκεις μια ικανοποιητική λύση την ώρα που πρέπει, μετά χάνεις «και τα αυγά και τα πασχάλια»...]
Φυσικά ο Σαμαράς βρήκε ισχυρό σύμμαχο στο πρόσωπο του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Παπανδρέου. Δήλωσε τότε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ότι η απόφαση της Λισαβόνας ελήφθη επειδή ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε δείξει διάθεση υπαναχώρησης και συμβιβασμού! Δηλ. ο Παπανδρέου όχι μόνο δεν παραδεχόταν καμία επιτυχία του θανάσιμου πολιτικού του αντιπάλου, αλλά με τη δήλωση αυτή έδειχνε βασικά δύο πράγματα: Ότι όντως η απόφαση της Λισαβόνας ήταν θρίαμβος του Μητσοτάκη και ότι τον ίδιο το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η φθορά της κυβέρνησης...
Λίγες ημέρες μετά έφθασε η ώρα της τελικής σύγκρουσης. Είχε συγκληθεί, στις 21 Οκτωβρίου 1992, η κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας, με βασικό θέμα την πολιτική της κυβέρνησης έναντι των Σκοπίων. Η σύγκληση εξελίχθηκε σε σφοδρότατη σύρραξη ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τον νεαρό αμφισβητία του. Ο Μητσοτάκης είχε αποφασίσει εκείνη την ημέρα να ξεκαθαρίσει μια και καλή το τοπίο, αφού έβλεπε πια καθαρά ότι οι αντίπαλοί του μέσα στο κόμμα δεν τον άφηναν να κυβερνήσει. Προκάλεσε λοιπόν τον Σαμαρά, λέγοντας ότι τον ίδιο τον ενδιαφέρουν μόνο τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα κι όχι η άσκηση εξωτερικής πολιτικής αποκλειστικά και μόνο για εσωτερική κατανάλωση. Κατηγόρησε επίσης τους υπονομευτές του ότι του δίνουν συνεχώς πισώπλατα χτυπήματα και κατόπιν έριξε τη μεγάλη «βόμβα»: Αν δεν τον άφηναν να ασκήσει την πολιτική του, ήταν έτοιμος να προσφύγει στον λαό για εκλογές! Ο Σαμαράς δεν περίμενε την άμεση αυτή τοποθέτηση του πρωθυπουργού. Πίστευε ότι υπό τις δυσμενείς για την κυβέρνησή του συνθήκες ο Μητσοτάκης θα καθίστατο «όμηρός» του, αφού θα φοβόταν να πει τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Έτσι, θα μπορούσε ο Σαμαράς να συνεχίζει να παίζει το «παιχνίδι» του. Διαψεύστηκε όμως παταγωδώς! Μετά την ξεκάθαρη τοποθέτηση του πρωθυπουργού, δεν του έμεναν πια περιθώρια. Προσπάθησε μάλιστα να αποδείξει ότι δεν ευθύνεται αυτός για την άσχημη τροπή που πήρε η υπόθεση των Σκοπίων, αλλά ο Μητσοτάκης, που δεν είχε δήθεν καμία πολιτική πρόταση απέναντι στη νεαρή Δημοκρατία. Όταν όμως ο Μητσοτάκης έδειξε φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του Σαμαρά κάτω απ’ όλες τις ασύμφορες για την Ελλάδα συμφωνίες της ΕΟΚ, τότε ο πρώην υπουργός εξωτερικών περιέπεσε σε πανικό. Η μόνη οδός διαφυγής του ήταν και πάλι οι «πατριωτικές» κορώνες, χωρίς όμως καμία απολύτως ουσία...
Ήταν ένας θρίαμβος του Μητσοτάκη. Όλη η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ (πλην μερικών φίλων του Σαμαρά) στήριξε την κυβέρνηση στην πολιτική της απέναντι στα Σκόπια. Ακόμα και άνθρωποι που «έπνεαν τα μένεα» κατά του πρωθυπουργού, όπως ο Μιλτιάδης Έβερτ [Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι μόλις την προηγούμενη ημέρα ο Έβερτ είχε δηλώσει σε τηλεοπτικό σταθμό ότι είναι ενάντιος σε κάθε σύνθετη ή διπλή ονομασία κι ότι, σε περίπτωση που η κοινοβουλευτική ομάδα στήριζε την υιοθέτηση παρόμοιας θέσης, ο ίδιος θα υπέβαλλε αμέσως την παραίτησή του από βουλευτής. Πλην όμως την επομένη, άλλαξε γνώμη και... παρέμεινε τελικά στη βουλή!], αναγκάστηκαν να αποφύγουν εκείνη την ώρα τη σύγκρουση, βλέποντας τρομαγμένοι ότι ο Μητσοτάκης δεν μπλόφαρε: ήταν έτοιμος ακόμα και να παραιτηθεί από το αξίωμά του, να καταγγείλει δημόσια τους υπονομευτές του και να πάει σε πρόωρες κάλπες! Τον Σαμαρά στήριξε τη δύσκολη αυτή στιγμή, ποιος άλλος; Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος δήλωσε ότι ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του δεν μπορούν πια να παραμείνουν στην εξουσία... Άλλωστε όλοι οι αντίπαλοι του Μητσοτάκη μέσα στη Νέα Δημοκρατία ένιωσαν απόλυτα αιφνιδιασμένοι από την κίνηση του πρωθυπουργού, που ουσιαστικά ισοδυναμούσε με ψήφο εμπιστοσύνης προς την κυβέρνησή του. Κανένας λοιπόν δεν βγήκε εκείνη την ώρα να τα βάλει με τον Μητσοτάκη και να στηρίξει τον Σαμαρά. Ειδικά ο Έβερτ φάνηκε μάλιστα να ευνοείται από την τροπή που έπαιρναν πια τα πράγματα.
Την επόμενη μέρα ο Αντώνης Σαμαράς επιχείρησε την «ηρωική έξοδο»: παραιτήθηκε από βουλευτής, δηλώνοντας πως προέβη σ’ αυτή την κίνηση για να μην δημιουργήσει πρόβλημα στο κόμμα και για να μην χάσει αυτό μια πολύτιμη έδρα και διασπαστεί έτσι η ενότητά του! Δεν πέρασε πολύς καιρός και, σε συνέντευξή του στην τηλεόραση, ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Έβερτ, ο βουλευτής Βασίλης Μιχαλολιάκος, κάλεσε τον Σαμαρά στη δημιουργία κοινής σύμπραξης των δύο κορυφαίων πολιτικών κατά του... Μητσοτάκη! Δηλ. δεν μπορούσε πλέον να μείνει κρυφή η πέραν των ορίων αντιπάθεια των εσωκομματικών αντιπάλων του πρωθυπουργού προς τον άνθρωπο, που έφερε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία με το θεαματικό 47%...
Το 1993 μπήκε, αλλά το θέμα των Σκοπίων φαινόταν ότι είχε πια «βαλτώσει» για τα καλά. Λίγες ήταν οι φωνές εκείνες που προειδοποιούσαν ότι η Ελλάδα είχε μόλις χάσει μια εξαιρετική ευκαιρία να επιλύσει άπαξ δια παντός το ακανθώδες αυτό εθνικό ζήτημα. Σκέφτηκε λοιπόν η κυβέρνηση να κάνει την ύστατη προσπάθεια για να βρεθεί μια κάποια λύση, έτσι ώστε να μην κληρονομηθεί το «αγκάθι» αυτό και στις επόμενες γενιές. Χρειαζόταν απαραίτητα μια εθνική συνεννόηση, γι’ αυτό και προτάθηκε η εκ νέου σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον πρόεδρο της δημοκρατίας. Όμως το ΠΑΣΟΚ ούτε καν συζητούσε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αρνήθηκε να συμμετάσχει σε μια τέταρτη κατά σειρά σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών κι έτσι αυτή ματαιώθηκε άδοξα...
Τότε ο Γάλλος πρόεδρος, Φρανσουά Μιτεράν, μια προσωπικότητα διεθνούς κύρους και αποδεδειγμένος φιλέλληνας, πρότεινε να παραπεμφθεί το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων σε διεθνή διαιτησία. Η κυβέρνηση είδε πολύ θετικά την προοπτική αυτή, που και δίκαιη έμοιαζε και διέξοδο στο πρόβλημα έδινε, και απευθύνθηκε στην ηγεσία των Σκοπίων να προχωρήσουν από κοινού σ’ αυτό το βήμα. Ο Κίρο Γκλιγκόροφ όμως κατάλαβε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει ενιαίο μέτωπο για το θέμα αυτό κι ότι η κυβέρνηση, με την ισχνή πλειοψηφία της στη βουλή, δεν θα άντεχε για πολύ. Αρνήθηκε λοιπόν κατηγορηματικά την πρόταση για διεθνή διαιτησία και μαζί του συμφώνησαν όλοι οι Έλληνες «υπερπατριώτες»! Για παράδειγμα ο Ανδρέας Παπανδρέου απέρριψε χωρίς δεύτερη κουβέντα την εν λόγω ιδέα, βασίζοντας την άποψή του σε επιφανειακά επιχειρήματα [Για παράδειγμα το βασικό του επιχείρημα ήταν ότι το να δεχτεί η Ελλάδα τη διαιτησία, σήμαινε ότι θα έπρεπε έπειτα να δεχτεί και την απόφαση του δικαστηρίου που θα έκρινε την υπόθεση (αλλά γι’ αυτό ακριβώς δεν θα γινόταν η διαιτησία;)! Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ θέλησε ένα τόσο σημαντικό εθνικό θέμα να παραμένει ανοιχτό, απλά και μόνο για να μπορεί να το καπηλεύεται...]...
Στις 15 Μαρτίου 1993 ο Σαμαράς επανήλθε, στέλνοντας ένα «τελεσίγραφο» στον πρωθυπουργό, γεμάτο με βαρειά υπονοούμενα. Έκανε λόγο για ενότητα που δεν γίνεται όμως πράξη, για το ποιος πραγματικά εξυπηρετεί τα συμφέροντα της παράταξης, αλλά και για ορθόδοξες θέσεις, που υποτίθεται ότι πρέσβευε ο ίδιος. Η προκλητική επιστολή που απέστειλε στον Μητσοτάκη τελείωνε με την υπαινικτική φράση-απειλή: «Θα απαντηθεί από την ίδια την παράταξη, ποιος εκ των δύο -εσείς ή εγώ- είμαστε υπέρ ή κατά της Νέας Δημοκρατίας»!... Κάποιοι τότε σημείωσαν ότι για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά απεστάλη πολιτικό μήνυμα, διατυπωμένο με τόσο θράσος και αλαζονεία.
Λίγες ημέρες αργότερα ο Μητσοτάκης δέχτηκε άλλο ένα, εντελώς απρόσμενο, χτύπημα με αφορμή το «Μακεδονικό». Στις 27 Μαρτίου 1993 άρχισε συζήτηση στη βουλή με κεντρικό θέμα την ενημέρωση της εθνικής αντιπροσωπείας από τον πρωθυπουργό για τις εξελίξεις στο ζήτημα των Σκοπίων. Το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, που τελικά απορρίφθηκε στις 29 Μαρτίου. Το πρωί όμως της ίδιας ημέρας παραιτήθηκε ξαφνικά από το βουλευτικό αξίωμα ο βουλευτής της ΝΔ και πρώην πρωθυπουργός, Γεώργιος Ράλλης. Ο παλιός συντηρητικός πολιτικός στράφηκε ευθέως κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη, κατηγορώντας την για ατυχείς χειρισμούς στην υπόθεση των Σκοπίων, ενώ παράλληλα κατηγορούσε και το ΠΑΣΟΚ για την αδιαλλαξία που επιδείκνυε. Έτσι, εξαιτίας της ενέργειας του Ράλλη, ακυρώθηκε η επιτυχία του Μητσοτάκη να απορριφθεί η πρόταση δυσπιστίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης...
Τον άλλο μήνα η κυβέρνηση δέχτηκε ένα ακόμα μεγάλο πλήγμα, που έμελλε να είναι καθοριστικό για το μέλλον της. Ένας πρώην υπάλληλος του ΟΤΕ, ο Χρήστος Μαυρίκης, με στοιχεία που έδωσε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», ισχυρίστηκε ότι διενεργούσε υποκλοπές για λογαριασμό του Μητσοτάκη, παρακολουθώντας κάθε πολιτικό του αντίπαλο. Ο Τύπος για ολόκληρες εβδομάδες ασχολούνταν με το εν λόγω ζήτημα, που αργότερα πάντως κατέρρευσε και ξεχάστηκε γρήγορα... Έκανε όμως τεράστια ζημιά στην κυβέρνηση και ειδικά στην οικογένεια Μητσοτάκη, μιας και ο «αρχικοριός» (όπως έμεινε γνωστός στα ρεπορτάζ της εποχής ο πρωταγωνιστής της υπόθεσης) κατηγόρησε ότι εγκέφαλος της συνωμοσίας ήταν η... Ντόρα Μπακογιάννη!
Φυσικά το ΠΑΣΟΚ και οι αντιμητσοτακικοί της Νέας Δημοκρατίας εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο τη χρυσή ευκαιρία που τους εμφανίσθηκε από το πουθενά. Έκαναν λόγο για «Μητσοτάκη-γκέιτ», κατά το αμερικανικό «Γουότερ-γκέιτ» της δεκαετίας του 1970, και ετοιμάζονταν για την τελική τους αντεπίθεση. Ήταν σαφές ότι ερχόταν ένα «καυτό» καλοκαίρι, ένα καλοκαίρι που θα άλλαζε τους συσχετισμούς της ελληνικής πολιτικής σκηνής.
Το «θερμό» καλοκαίρι του 1993
Τις ημέρες που ξέσπασε το σκάνδαλο Μαυρίκη, η Αθήνα φιλοξενούσε τη σύναξη μιας παγκόσμιας «υπεροργάνωσης», ο ρόλος της οποίας στις διεθνείς εξελίξεις είχε από καιρό προσλάβει σχεδόν μυθικές διαστάσεις. Επρόκειτο για την ετήσια τακτική συνάντηση της περιβόητης λέσχης Μπίλντερμπεργκ, που τη χρονιά εκείνη κράτησε από τις 23 έως τις 25 Απριλίου. Βέβαια τα όσα λέγονται στα πλαίσια των συνεδριάσεων της εν λόγω λέσχης αποτελούν κατά πάγια τακτική «επτασφράγιστο μυστικό». Πάντως, το 1993 το κεντρικό θέμα των συζητήσεων ήταν ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ενώ αρκετός χρόνος αφιερώθηκε και στο σκοπιανό ζήτημα. Από ελληνικής πλευράς παρέστη ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (που χαιρέτησε την έναρξη των εργασιών), ο πρώην υπουργός και βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Θεόδωρος Πάγκαλος, καθώς και μερικοί οικονομικοί παράγοντες [Αξίζει να σημειωθεί ότι την προηγούμενη χρονιά, το 1992, προσκεκλημένος της λέσχης Μπίλντερμπεργκ από ελληνικής πλευράς ήταν ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος λέγεται ότι ανέπτυξε τις θέσεις του για την ελληνοσκοπιανή διένεξη].
Ίσως όχι τυχαία, το επόμενο ακριβώς Σαββατοκύριακο, 1 και 2 Μαΐου 1993, συνήλθε στον ίδιο ακριβώς χώρο η διεθνής διάσκεψη για το γιουγκοσλαβικό ζήτημα, με τη συμμετοχή των ηγετών που εμπλέκονταν στο πρόβλημα (όπως του Σέρβου ηγέτη Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και του προέδρου της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης Αλία Ιζετμπέκοβιτς), καθώς και των μεσολαβητών του ΟΗΕ, Βανς και Όουεν. Οι δύο μεσολαβητές έθεσαν, στο περιθώριο της διάσκεψης, σχέδιο επίλυσης του σκοπιανού ζητήματος, πιέζοντας έντονα τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη να το δεχθεί. Η ελληνική κυβέρνηση όμως απέρριψε τελικά το σχέδιο.
Την επόμενη ακριβώς ημέρα της διεθνούς διάσκεψης οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις δοκιμάστηκαν έντονα. Έγινε γνωστό ότι συνελήφθη στις ΗΠΑ ο Ελληνοαμερικανός Στηβ Λάλας, υπάλληλος της αμερικανικής πρεσβείας των Αθηνών. Ο Λάλας αντιμετώπιζε βαρύτατες κατηγορίες για κατασκοπεία υπέρ της Ελλάδας και εις βάρος των ΗΠΑ, κάτι που και ο ίδιος τελικά παραδέχτηκε, καταδικαζόμενος εντέλει σε πολυετή φυλάκιση. Πολλοί ήταν εκείνοι που συνέδεσαν τη σκοτεινή αυτή υπόθεση με τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα.
Άλλο ένα παράξενο περιστατικό συνέβη στις 11 Ιουνίου 1993, στην Αθήνα, μετά τη συνάντηση του πρωθυπουργού Μητσοτάκη με τον Αμερικανό υπουργό εξωτερικών, Γουόρεν Κρίστοφερ. Ο Κρίστοφερ, βγαίνοντας από το πρωθυπουργικό γραφείο και ερωτώμενος από δημοσιογράφο σχετικά με την επικείμενη επίσκεψη του Μητσοτάκη στις ΗΠΑ, δήλωσε αινιγματικά: «Η επίσκεψη συνδέεται με την πιθανότητα εξελίξεων στην Ελλάδα, συνδέεται με τις εκλογές»! Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ένιωσαν σοκαρισμένοι απ’ αυτή τη δήλωση, η οποία έγινε αντικείμενο συνωμοσιολογίας και πολιτικών αντιπαραθέσεων. Τελικά ακολούθησαν οι διορθωτικές δηλώσεις της αμερικανικής πλευράς, ότι δηλ. η ελληνική κυβέρνηση είναι εκείνη που αποφασίζει πότε θα γίνουν οι εκλογές, αλλά η ουσία είναι ότι προκλήθηκε μέγας θόρυβος για μερικά λόγια, που κανένας ποτέ δεν κατάλαβε αν ειπώθηκαν επίτηδες ή αν αποτελούσαν «γκάφα» του Αμερικανού υπουργού εξωτερικών [Δύο είναι οι κυρίαρχες εκδοχές, που αναπτύχθηκαν με αφορμή τη δήλωση Κρίστοφερ. Η πρώτη κάνει λόγο πως ο Αμερικανός υπουργός πέρασε μ’ αυτόν τον τρόπο το μήνυμά του στην ελληνική κοινή γνώμη, ότι δηλ. για τις ΗΠΑ ο Μητσοτάκης ήταν πια «τελειωμένος» (άρα τα είχαν βρει με το ΠΑΣΟΚ, το οποίο και προετοίμαζαν για την επάνοδό του στην εξουσία). Η δεύτερη υποστηρίζει ότι υπήρξε συνεννόηση ανάμεσα στον Μητσοτάκη και τον Κρίστοφερ ή, πολύ απλά, ενημέρωση του δεύτερου απ’ τον Έλληνα πρωθυπουργό ότι σκοπεύει να καταφύγει μετά το καλοκαίρι σε πρόωρες εκλογές].
Δεν είναι λίγοι εκείνοι, οι οποίοι συνέδεσαν τη δήλωση Κρίστοφερ με τις διεργασίες που πραγματοποιούσε το ίδιο χρονικό διάστημα ο Αντώνης Σαμαράς και το περιβάλλον του για τη δημιουργία νέου κομματικού φορέα. Όλοι αυτοί πίστευαν ότι η δήλωση του Αμερικανού υπουργού εξωτερικών επέσπευσε τις διεργασίες αυτές και επιτάχυνε κατά πολύ τις εξελίξεις που έρχονταν με μορφή θύελλας. Όπως και να ‘χουν όμως τα πράγματα, γεγονός παραμένει ότι τελικά η επίσκεψη Μητσοτάκη στις ΗΠΑ, η οποία προοριζόταν για τον Οκτώβριο, δεν έγινε ποτέ. Τον Οκτώβριο άλλος ήταν πια ο πρωθυπουργός της Ελλάδας...
Στις 30 Ιουνίου 1993 «ο κύβος ερρίφθη». Ο Αντώνης Σαμαράς αποσχίστηκε απ’ τη Νέα Δημοκρατία και ίδρυσε νέο πολιτικό κόμμα: την Πολιτική Άνοιξη. Η ρήξη ανάμεσα στον ίδιο και τον πολιτικό του ευεργέτη, τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη, είχε πια ολοκληρωθεί. Απέμενε μόνο μια πράξη για να κλείσει ο κύκλος: η ανατροπή της κυβέρνησης! Αλλά ο Σαμαράς ορκιζόταν πως δεν ήταν στις προθέσεις του να ανατρέψει την κυβέρνηση του 47% των Ελλήνων...
Τι θα συνέβαινε λοιπόν; Ήταν πια πασιφανές ότι από εκείνη τη στιγμή η κυβέρνηση Μητσοτάκη τελούσε υπό ένα ιδιότυπο καθεστώς «ομηρίας». Διότι στηριζόταν κυριολεκτικά στην ψήφο και του «τελευταίου» βουλευτή, άρα θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να πέσει θύμα εκβιασμού, με τον κίνδυνο να μην εξαντλήσει τη θητεία της, που έληγε τον Απρίλιο του 1994. Φυσικά το πολιτικά ορθό θα ήταν όλοι οι βουλευτές που στήριζαν τον Σαμαρά και σκόπευαν να προσχωρήσουν στο νεοϊδρυθέν κόμμα να παραιτηθούν από τη θέση του βουλευτή κι έτσι η Νέα Δημοκρατία να συνεχίσει το υπόλοιπο της κυβερνητικής της θητείας με οριακή έστω αυτοδυναμία. Όμως οι υποστηρικτές του Σαμαρά δεν έπραξαν κάτι τέτοιο, δοκιμάζοντας τα νεύρα όλης της φιλελεύθερης παράταξης. Τόνιζαν όμως σε κάθε ευκαιρία ότι δεν θα ανέτρεπαν την κυβέρνηση, προφανώς για να αποφύγουν την οργή των οπαδών της ΝΔ [Επρόκειτο για μια παράλογη θέση, αφού -ούτως ή άλλως- δεν θα ψήφιζαν βασικά νομοσχέδια της κυβέρνησης κι έτσι, αργά ή γρήγορα, θα την οδηγούσαν στην πτώση. Όπως όμως έδειξε ο χρόνος, απλά περίμεναν να περάσει το καλοκαίρι, για να ρίξουν την κυβέρνηση Μητσοτάκη...]. Ενώ όμως τα έλεγαν αυτά, μυστικές συσκέψεις υπό τον Σαμαρά λάμβαναν χώρα. Ο πρόεδρος της Πολιτικής Άνοιξης και οι συνεργάτες του με τρόπο χειρουργικό προετοίμαζαν τον «θάνατο» του Νο 1 εχθρού τους...
Το δραματικό καλοκαίρι του 1993 είχε όμως ακόμα πολύ δρόμο μπροστά του. Την επόμενη ημέρα από την ίδρυση του κόμματος Σαμαρά ένας βουλευτής της ΝΔ, ο Δημήτρης Σταμάτης, στενός συνεργάτης του πρώην υπουργού εξωτερικών, ανακοίνωσε την παραίτησή του από το βουλευτικό αξίωμα και την προσχώρησή του στην Πολιτική Άνοιξη. Ήταν φανερό ότι άρχιζε η «αιμορραγία» της Νέας Δημοκρατίας και ο εμπλουτισμός του νέου κόμματος με πρόσωπα που κατείχαν διάφορες θέσεις στο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Άλλωστε, την άλλη κιόλας ημέρα, στις 2 Ιουλίου, αποχώρησε από τον Συνασπισμό ο βουλευτής Ανδρέας Λεντάκης και δήλωσε ότι στο εξής θα στηρίζει την Πολιτική Άνοιξη. Ήταν αναμφίβολα μια μεγάλη επιτυχία του Αντώνη Σαμαρά, αφού το κόμματου άρχιζε να συγκεντρώνει προσωπικότητες πέραν του δεξιού χώρου, αποδεκτές απ’ όλο το κοινοβουλευτικό φάσμα.
Να σημειωθεί εδώ ότι εκείνες τις ημέρες, στα τέλη Ιουνίου και τις αρχές Ιουλίου του 1993, οι σχέσεις της Ελλάδας με την Αλβανία γνώριζαν πρωτοφανή όξυνση, λόγω των διώξεων και της καταπίεσης που υφίστατο η ελληνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου. Ο αρχιμανδρίτης Αργυροκάστρου Χρυσόστομος Μαϊδώνης απελάθηκε απ’ την Αλβανία με βίαιο τρόπο, κατηγορούμενος απ’ τις αλβανικές αρχές για πολλά και διάφορα [Η αλβανική πλευρά ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι δεν διέθετε την απαραίτητη άδεια παραμονής στη χώρα.]. Σαν απάντηση η κυβέρνηση Μητσοτάκη προέβη στην άμεση απέλαση χιλιάδων Αλβανών, οι οποίοι είχαν περάσει παράνομα τα ελληνοαλβανικά σύνορα και φυσικά έμεναν λαθραία στην Ελλάδα. Αλλά ο Σαμαράς δεν είπε κουβέντα για το μείζον ζήτημα που τόσο ξαφνικά προέκυψε, διότι τις ημέρες εκείνες ήταν δοσμένος «ψυχή τε και σώματι» στο κόμμα που είχε στα «σκαριά»...
Το καλοκαίρι εκείνο υπήρξε μοιραίο και για έναν επιπρόσθετο λόγο. Η κυβέρνηση είχε ήδη αποφασίσει να προβεί στην ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ, με το κράτος να διατηρεί το 51% των μετοχών, το 35% θα δινόταν σε στρατηγικό επενδυτή (στον οποίο θα παραχωρούνταν και η διεύθυνση του οργανισμού), ενώ το υπόλοιπο 14% θα μοιράζονταν το επενδυτικό κοινό, οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι του οργανισμού. Το όλο σχέδιο, που την ευθύνη υλοποίησής του ανέλαβε ο υπουργός οικονομίας Στέφανος Μάνος, φάνταζε μια εξαιρετική ευκαιρία εκσυγχρονισμού και αξιοποίησης του ΟΤΕ προς δημόσιο όφελος, αφού -συν τοις άλλοις- μ’ αυτόν τον τρόπο ο οργανισμός θα έμπαινε από τους πρώτους στον κόσμο της νέας ψηφιακής εποχής.
Ο Στέφανος Μάνος, παρά τις έντονες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης (μέσα κι έξω απ’ το κόμμα της ΝΔ...), είχε την απόλυτη εμπιστοσύνη και υποστήριξη του πρωθυπουργού. Άλλωστε κι ο ίδιος πάντοτε υπήρξε ένας καινοτόμος πολιτικός, με επιχειρηματικό πνεύμα, του οποίου η χωροταξική πολιτική αν είχε εφαρμοστεί στα τέλη της δεκαετίας του 1970, είναι βέβαιο ότι η Αθήνα δεν θα αντιμετώπιζε τα τρομακτικά κυκλοφοριακά και περιβαλλοντικά προβλήματα που την μαστίζουν σήμερα... Με δυο λόγια ο Μάνος ήταν ένας από τους ελάχιστους φιλελεύθερους κι εκσυγχρονιστές πολιτικούς της Νέας Δημοκρατίας, του οποίου οι ιδέες σχεδόν συνέπιπταν μ’ εκείνες του Μητσοτάκη.
Το πρόβλημα με τον ΟΤΕ προέκυψε όταν για τις προμήθειές του ενδιαφέρθηκε η εταιρεία Intracom του μεγαλοεπιχειρηματία Σωκράτη Κόκκαλη. Πολλοί κατηγόρησαν τότε τον Κόκκαλη ότι προσπαθεί να «καπελώσει» τον ΟΤΕ προς ίδιον όφελος, ενώ είχε ήδη αναλάβει άλλα μεγάλα έργα, όπως τυχερά παιχνίδια κτλ. Αλλά και ο Μάνος δεν συμφωνούσε να αναλάβει τον τηλεπικοινωνιακό εκσυγχρονισμό της χώρας η Intracom, που -συν τοις άλλοις- ήταν συνδεδεμένη με τον γερμανικό κολοσσό Siemens. Ο υπουργός έδειχνε να προτιμά σαν στρατηγικό εταίρο του ΟΤΕ την ιαπωνική εταιρεία ΝΤΤ, πιστεύοντας ότι θα προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες στο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο της χώρας. Εξάλλου ο Κόκκαλης είχε ήδη πάρει μέρος της «πίτας» της κινητής τηλεφωνίας, αφού ήταν συνεταίρος με τη βρετανική Vodafone, που είχε πάρει τη μία από τις δύο πρώτες άδειες κινητής τηλεφωνίας έπειτα από διεθνή διαγωνισμό που είχε προκηρυχθεί [Την άλλη άδεια την έλαβε η ιταλική Telestet, που είχε συνταχθεί με τον Κοντομηνά τηςInteramerican.].
Οι Μητσοτάκης-Μάνος όμως αντιμετώπισαν απρόσμενες αντιδράσεις. Σύσσωμη η αντιπολίτευση, ΠΑΣΟΚ και Αριστερά, εξαπέλυσαν σκληρή επίθεση στην κυβέρνηση, διαφωνώντας κάθετα στην προοπτική να πωληθεί το 35% του ΟΤΕ σε ιδιώτη και μάλιστα ξένο. Αλλά το χειρότερο ήταν άλλο: Μεγαλοστελέχη της Νέας Δημοκρατίας κατήγγειλαν σαν μέγα σκάνδαλο την προσπάθεια μεταβίβασης του 35% του ΟΤΕ σε διεθνή στρατηγικό εταίρο. Ανάμεσά τους ήταν ο Μιλτιάδης Έβερτ, ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος, ο Σταύρος Δήμας και -φυσικά- ο Αντώνης Σαμαράς...
Ήταν λοιπόν φανερό ότι η πορεία ιδιωτικοποίησης του ΟΤΕ που είχε αναγγείλει η κυβέρνηση θα οδηγούσε σε ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις. Άλλωστε ο Μάνος δεν το έκρυβε ότι ο ΟΤΕ ήταν μόνο η αρχή: Αν το πείραμα πετύχαινε θα επαναλαμβανόταν παντού, σε όλες τις δημόσιες επιχειρήσεις! Ήταν μια προοπτική που πανικόβαλλε τους επαγγελματίες συνδικαλιστές των ΔΕΚΟ και όλους τους «μόνιμους» του ευρύτερου δημόσιου τομέα, που είδαν στις ιδέες αυτές το τέλος της εξασφάλισης και της χαλαρότητάς τους. Κι όμως, πέρασαν τα χρόνια και έγινε κοινώς αποδεκτή τελικά η αντίληψη ότι αν περνούσαν τότε αυτά τα φιλόδοξα μέτρα το δημόσιο θα ωφελούνταν τα μέγιστα και δεν θα υπήρχαν πια προβληματικές δημόσιες επιχειρήσεις. Οι μελλοντικές γενιές θα είχαν αποφύγει τα τεράστια βάρη που τελικά επωμίστηκαν εξαιτίας της κακοδιαχείρισης, επί τόσες δεκαετίες, των ΔΕΚΟ...
Την ίδια εποχή ο Μάνος κατέθεσε στη Βουλή ένα ακόμα σοκαριστικό για τους «καρεκλοκένταυρους» του δημοσίου τομέα νομοσχέδιο, το οποίο αφορούσε τη δυνατότητα κατασκευής από ιδιώτες μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Κατά τους οπαδούς του κρατικισμού με τον τρόπο αυτό η ΔΕΗ θα έχανε σταδιακά το μονοπώλιο πώλησης και διανομής του ηλεκτρικού ρεύματος, άρα θα γινόταν και στον τομέα αυτό μια άτυπη αποκρατικοποίηση. Νέες αντιδράσεις υπήρξαν, βασικά από τη μεριά των «εργατοπατέρων», αφού έτσι θίγονταν πολλά κεκτημένα ως τότε συμφέροντα...
Αν σ’ όλα αυτά προστεθεί και η περίπτωση της πώλησης της ελληνικής κρατικής τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ-Ηρακλής στην ιταλική επιχείρηση Καλτσεστρούτσι, που έγινε εκείνη την ίδια περίοδο, τότε φτάνει κανείς μπροστά σ’ ένα εκρηκτικό μείγμα. Την πώληση της ΑΓΕΤ-Ηρακλής ανέλαβε να πραγματοποιήσει ο τότε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Μιχάλης Βρανόπουλος, ένας τεχνοκράτης που συμφωνούσε με τη φιλελεύθερη πολιτική των Μητσοτάκη-Μάνου, και ο οποίος δολοφονήθηκε αργότερα από τη 17 Νοέμβρη. Τόνοι λάσπης εκτοξεύτηκαν τότε κατά των αρμόδιων για την πώληση της ΑΓΕΤ-Ηρακλής και ειδικότερα κατά των Μητσοτάκη, Βρανόπουλου και Παλαιοκρασσά (πρώην υπουργού οικονομικών και τον καιρό εκείνο Έλληνα επιτρόπου στις Βρυξέλλες). Πρωταγωνιστές στις επιθέσεις αυτές υπήρξαν το δημοσιογραφικό συγκρότημα Αλαφούζου (που εξέδιδε την εφημερίδα «Η Καθημερινή» και είχε στην ιδιοκτησία του τον ραδιοφωνικό σταθμό «Σκάι») και ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Γιώργος Ανωμερίτης, που -λόγω του ότι έψαχνε συνεχώς σκάνδαλα του Μητσοτάκη- ονομάστηκε με χιουμοριστική διάθεση... «ο πράσινος Πουαρό»! [Όταν, στις 24 Ιανουαρίου 1994, η τρομοκρατική οργάνωση 17 Νοέμβρη δολοφόνησε τον Μιχάλη Βρανόπουλο αναπαρήγαγε στην προκήρυξή της όλα τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν οι πολιτικοί αντίπαλοι του Μητσοτάκη, καθώς και τα εχθρικά προς την κυβέρνησή του Μ.Μ.Ε.]
Εν τω μεταξύ στον χώρο της Πολιτικής Άνοιξης οι διεργασίες ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Στις 4 Αυγούστου 1993 ο βουλευτής της ΝΔ, Νίκος Κλείτος, καταψήφισε στο θερινό τμήμα της Βουλής τροπολογίες που αφορούσαν το φορολογικό νομοσχέδιο. Η κίνησή του αυτή ερμηνεύτηκε σαν προάγγελος προσχώρησης στην Πολιτική Άνοιξη, κάτι που σύντομα επιβεβαιώθηκε. Αλλά και στις 10 Αυγούστου 1993 ο Μιλτιάδης Έβερτ καταψήφισε στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή το νομοσχέδιο για τη μερική αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ, που είχε φέρει προς ψήφιση ο Στέφανος Μάνος... [Την ημέρα εκείνη, με ψήφους 10 έναντι 9 το νομοσχέδιο καταψηφίστηκε. Ο Έβερτ συντάχθηκε τότε με τους βουλευτές της αντιπολίτευσης, επιτυγχάνοντας έτσι ένα ακόμα πλήγμα κατά του Μητσοτάκη...]
Ήταν πια φανερό ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη «έπνεε τα λοίσθια». Βαριά λαβωμένη απ’ τα χτυπήματα κάτω απ’ τη ζώνη, δεν θα άντεχε για πολύ. Το ΠΑΣΟΚ άφηνε συνεχώς υπονοούμενα, μιλώντας για «νονούς συμφερόντων» [Εννοούσε τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη...] και «ιδιωτικά μονοπώλια» που δημιουργούσε η κυβέρνηση, αλλά και για «ξεπούλημα και καταλήστευση της δημόσιας περιουσίας». Ακόμα και η ιδιωτική συλλογή αρχαίων εκθεμάτων του πρωθυπουργού θεωρήθηκε παράνομη και βαφτίστηκε... «αρχαιοκαπηλεία»! Φυσικά όλα τα παραπάνω αργότερα κατέρρευσαν, αλλά η μεγάλη ζημιά για την κυβέρνηση είχε ήδη λάβει «σάρκα και οστά»... [Ακόμα και για την πώληση της ΑΓΕΤ-Ηρακλής το ΠΑΣΟΚ, μόλις έγινε κυβέρνηση, ξέχασε τα πάντα και δεν ξαναμίλησε πια ποτέ γι’ αυτό το «τεράστιο σκάνδαλο», όπως το ονόμαζε! Και φυσικά δεν υλοποίησε ποτέ την απειλή του πως, σαν έρθει στην εξουσία, θα ξαναπάρει πίσω την ΑΓΕΤ-Ηρακλής. Ουσιαστικά παραδέχτηκε ότι επρόκειτο για μια πολύ συμφέρουσα συναλλαγή για το ελληνικό δημόσιο...]
Σ’ αυτόν τον τόσο δύσκολο μήνα, τον Αύγουστο του 1993, πραγματοποιήθηκε, έπειτα από πολλά χρόνια, η επίσκεψη στην Ελλάδα του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου και της οικογένειάς του. Ο Κωνσταντίνος περιόδευσε σε αρκετά μέρη της χώρας, όπου και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από πλήθη πολιτών. Όμως το γεγονός αυτό είχε βέβαια και πολιτικές παρενέργειες. Το ΠΑΣΟΚ και η Αριστερά κατηγόρησαν προσωπικά τον Μητσοτάκη ότι «παίζει» με το πολιτειακό ζήτημα και βοηθά στο να επιστρέψει μόνιμα ο «Γκλύξμπουργκ» (όπως τον χαρακτηρίζουν οι αντίπαλοι του) στην Ελλάδα. Η αλήθεια όμως είναι ότι η κυβέρνηση ούτε καν ασχολήθηκε με τις φανταστικές προεκτάσεις που θα μπορούσαν να πάρουν οι διακοπές του Κωνσταντίνου...
Το καλοκαίρι του 1993 αποδείχτηκε κυριολεκτικά «καυτό», λόγω των πολύνεκρων πυρκαγιών που προκλήθηκαν σε διάφορα σημεία της χώρας, αποτεφρώνοντας μεγάλες δασικές εκτάσεις. Στις πλάτες μιας τραυματισμένης και πολυδιασπασμένης κυβέρνησης είχαν συσσωρευτεί πολλά. Ο πρωθυπουργός και αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας γνώριζε άριστα ότι ήταν απελπιστικά μόνος στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού της Ελλάδας. Όλοι ήταν απέναντι του: Το ΠΑΣΟΚ και η Αριστερά, το κόμμα Σαμαρά, η εσωκομματική αντιπολίτευση, ακόμα και ο πρόεδρος της δημοκρατίας, Καραμανλής. Κανένας απ’ αυτούς δεν επιθυμούσε ριζικές αλλαγές στην Ελλάδα, κανένας δεν ήθελε την Ελλάδα της ανάπτυξης, της παραγωγικότητας, της καινοτομίας και της δημιουργίας. Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια και η Ελλάδα να φθάσει πλέον στο «χείλος της αβύσσου» [Την τραγική αυτή φράση εκστόμισε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, στις 5 Μαΐου 2010, έπειτα από τα τρομερά επεισόδια της απεργιακής πορείας στην Αθήνα τη μέρα εκείνη (όπου έχασαν τη ζωή τους τρεις αθώοι υπάλληλοι της τράπεζας Marfin). Όλα αυτά έγιναν στον απόηχο της προσφυγής της Ελλάδας στον μεικτό «μηχανισμό στήριξης» από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μπροστά στον κίνδυνο χρεωκοπίας της χώρας. Επρόκειτο για μια νομοτελειακή κατάληξη, μετά από τόσες άγονες δεκαετίες επικράτησης στην Ελλάδα μιας πρωτοφανούς αντιπαραγωγικότητας και δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας...], για να καταλάβουν αρκετοί ότι εκείνοι που εμπόδισαν τότε τον Μητσοτάκη να εκσυγχρονίσει τον τόπο, ροκάνισαν ασύδοτα το μέλλον αυτής της χώρας...
Η αποστασία Σαμαρά
Τον Σεπτέμβριο του 1993 η αντιπολίτευση «φόρτσαρε». Ήταν φανερό ότι όλοι βιάζονταν να «τελειώνουν» με τον Μητσοτάκη. Σε δηλώσεις του ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέας Παπανδρέου, από την πρώτη κιόλας μέρα του Σεπτεμβρίου, ούτε λίγο ούτε πολύ κάλεσε τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας να ανατρέψουν την κυβέρνηση, λέγοντας ότι όποιοι απ’ αυτούς θέλουν πράγματι να διαχωρίσουν τη θέση τους, όφειλαν να το κάνουν με τρόπο που να μην επιδέχεται καμία παρερμηνεία! Με δυο λόγια τούς έλεγε «ή ρίχνετε τον Μητσοτάκη ή σας θεωρώ κι εσάς συνυπεύθυνους»...
Την ίδια μέρα (τυχαία άραγε;) παραιτήθηκε ο πρόεδρος του ΟΤΕ, Νίκος Θέμελης, ενώ δύο μέρες μετά, στην επέτειο της 3ης Σεπτεμβρίου (για τα 19 χρόνια από την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ), το κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου αντικατέστησε την περίφημη ιδρυτική του διακήρυξη με νέα, που ήταν προσαρμοσμένη στα καινούρια δεδομένα και συμβόλιζε την «αναγέννηση του ΠΑΣΟΚ και της χώρας». Όλα πια έδειχναν ότι ήταν θέμα λίγων εικοσιτετραώρων το ξέσπασμα του «μοιραίου», που όλοι ανέμεναν...
Και πραγματικά, μετά από ένα Σαββατοκύριακο έντονων φημολογιών, τη Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 1993, ο Αντώνης Σαμαράς έκανε το μεγάλο βήμα, προβαίνοντας στην κάτωθι δήλωση: «Η Πολιτική Άνοιξη θεωρεί ότι η κατολίσθηση της χώρας σε εθνικό, οικονομικό, θεσμικό και κοινωνικό επίπεδο ξεπέρασε πλέον τα όρια του πολιτικού συναγερμού. Και πιστεύει ότι μόνον η διακοπή ανοχής προς τη σημερινή κυβέρνηση μπορεί να αποτρέψει επερχόμενα δραματικά γεγονότα που θα εξωθούσαν μοιραία σε ακρότητες την κοινωνική ισορροπία του τόπου. Κατά συνέπεια καθιστώ δημόσια σαφές προς όλους ότι Άνοιξη και στήριξη της κυβέρνησης αποτελούν δύο αντίθετες θέσεις που είναι αδύνατον να συνυπάρξουν»...
Αυτό ήταν λοιπόν! Ο Σαμαράς κάλεσε τους προσκείμενους σ’ αυτόν βουλευτές της ΝΔ να αποστατήσουν και να γκρεμίσουν την κυβέρνηση! Πολλοί συνέκριναν την πράξη αυτή του Σαμαρά με την αντίστοιχη του Μητσοτάκη το 1965. [Όταν ο Μητσοτάκης, μαζί με όλα ταυπόλοιπα μεγαλοστελέχη της τότε κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου, διαφώνησαν κάθετα με την απόφαση του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου να παραιτηθεί μετά τη σύγκρουσή του με τον βασιλιά Κωνσταντίνο.] Καμία όμως σχέση δεν έχει το ένα με το άλλο. Διότι το 1965 ο Μητσοτάκης δεν ενήργησε μόνος του, ούτε έκανε κόμμα για να ανατρέψει τον πρωθυπουργό του, αλλά -μαζί με όλους τους τότε κορυφαίους υπουργούς της Ένωσης Κέντρου- εξέφρασε δημόσια τη διαφωνία του και μάλιστα πίεσε τον Γεώργιο Παπανδρέου να μην προβεί σε παραίτηση. Εξάλλου ό,τι έκανε ο Μητσοτάκης το 1965 το έκανε μετά την πτώση της κυβέρνησης, την οποία δεν είχε καθόλου προκαλέσει ο ίδιος. Αντίθετα, αν κάποιος προέβη σε «αποστασία» το καλοκαίρι του 1965, αυτός ήταν αναμφισβήτητα ο Ανδρέας Παπανδρέου... [Πραγματικά, ο Ανδρέας ήταν εκείνος που δρούσε παρασκηνιακά επί ενάμιση τουλάχιστον χρόνο, υφαίνοντας συνωμοσίες εις βάρος του πολιτικού συστήματος (π.χ. υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ), και χωρίς ο πατέρας του να γνωρίζει απολύτως τίποτα. Αλλά και αργότερα, στα τέλη του 1966, αποστάτησε δημόσια από τον πατέρα του και την Ένωση Κέντρου, με την απειλή του να καταψηφίσει την υπηρεσιακή κυβέρνηση Παρασκευόπουλου. Γι’ αυτό και ο πατέρας του, ο Γέρος της Δημοκρατίας, τον αποκάλεσε στο τέλος -μετά την επιβολή του καθεστώτος της 21ης Απριλίου- ως τον κύριο και μοναδικό υπεύθυνο της πολιτικής ανωμαλίας στη χώρα...]
Τη μοιραία εκείνη μέρα ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης αντέδρασε, πραγματοποιώντας την παρακάτω δήλωση: «Ο Αντώνης Σαμαράς έκανε απόψε το βήμα προς τη μεγάλη προδοσία του 47% του ελληνικού λαού. Γίνεται όργανο των αντιπάλων μας και των οικονομικών συμφερόντων των οποίων είναι δέσμιος με σκοπό να πλήξει πισώπλατα την παράταξη που τον δημιούργησε, την ώρα που η σκληρή προσπάθεια τρεισήμισι ετών αποδίδει τους καρπούς της, αδιαφορώντας για τα συμφέροντα της χώρας και του ελληνικού λαού»...
Την άλλη μέρα -κι ενώ η κυβέρνηση (επίσημα τουλάχιστον) δεν είχε ακόμα απωλέσει τη «δεδηλωμένη» στη βουλή- μεγάλες πολιτικές κόντρες ξέσπασαν σ’ όλο το πολιτικό φάσμα. Η κυβέρνηση κατηγόρησε δημόσια τον Αντώνη Σαμαρά ότι είναι συνοδοιπόρος του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου, στηρίζοντας την απεγνωσμένη προσπάθεια του τελευταίου να ικανοποιήσει το πάθος του και να ξαναγίνει πρωθυπουργός. Επίσης, η κυβερνητική ανακοίνωση έκανε λόγο για μεγάλα διαπλεκόμενα συμφέροντα που καθοδηγούν και υπαγορεύουν τις κινήσεις του Σαμαρά. Η αντίδραση του προέδρου της ΠΟΛΑΝ σ’ αυτές τις επίσημες κυβερνητικές δηλώσεις ήταν... απειλή με μηνύσεις!
Την ίδια ημέρα, Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 1993, ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Στέφανος Στεφανόπουλος, στενός φίλος του Σαμαρά, παρέδωσε επιστολή στον πρόεδρο της βουλής, Αθανάσιο Τσαλδάρη, με την οποία τον ενημέρωνε ότι καθίσταται πλέον ανεξάρτητος βουλευτής και αίρει την εμπιστοσύνη του από την κυβέρνηση. Έτσι η κυβέρνηση έχασε μία υπερπολύτιμη έδρα και η ΝΔ έμεινε με μόλις 151 βουλευτές, έναν δηλ. παραπάνω απ’ το όριο αυτοδυναμίας... Ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος, Βασίλης Μαγγίνας, κατηγόρησε τον Στέφανο Στεφανόπουλο πως αποφάσισε να ακολουθήσει «τον δρόμο της προδοσίας»...
Και οι δραματικές εξελίξεις συνεχίζονταν. Ήταν φανερό ότι ο Σαμαράς και η ομάδα του δρούσαν βάσει αυστηρά προκαθορισμένου σχεδίου και οι κινήσεις τους πάνω στην πολιτική σκακιέρα ήταν συγκεκριμένες και σίγουρες. Την άλλη ημέρα, Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 1993, δύο ακόμα βουλευτές της ΝΔ αποχώρησαν από το κόμμα το οποίο τους εξέλεξε και προσχώρησαν στην ΠΟΛΑΝ του Σαμαρά: ο Νίκος Κλείτος και ο Βασίλης Μαντζώρης, αμφότεροι στενοί συνεργάτες του πρώην υπουργού εξωτερικών. Το σχέδιο Σαμαρά προέβλεπε όμως να μην είναι αυτοί που θα ρίξουν την κυβέρνηση (προφανώς για να μην προκληθεί σάλος από τον καθημερινό «ακρωτηριασμό» που υφίστατο η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ...), γι’ αυτό και απλά ανακοινώθηκε η παραίτησή τους από το βουλευτικό αξίωμα. Έτσι η Νέα Δημοκρατία παρέμεινε μεν με 151 βουλευτικές έδρες, αλλά ήταν βαρύτατα τραυματισμένη από τις εξελίξεις.
Την ίδια ημέρα το ΠΑΣΟΚ, πλήρως εναρμονισμένο με τις κινήσεις Σαμαρά, χτύπησε διπλά. Πρώτον, προέβη σε σκληρή ανακοίνωση, χρησιμοποιώντας ειρωνικά υπονοούμενα, σύμφωνα με τα οποία η κυβέρνηση της ΝΔ ήταν κυβέρνηση σε ελεύθερη πτώση, με ανοιχτό μόνον τον ακριβή χρόνο της τελικής της κατάρρευσης. Και, δεύτερον, ο Ανδρέας Παπανδρέου απέστειλε επιστολές στις ξένες επιχειρήσεις που ενδιαφέρονταν να γίνουν στρατηγικοί επενδυτές στον ΟΤΕ, προειδοποιώντας τες ότι μόλις γίνει κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ θα καταργήσει τον νόμο που επιτρέπει τη μερική αποκρατικοποίηση του εν λόγω οργανισμού. [Να σημειωθεί ότι τον Αύγουστο είχεψηφιστεί τελικά η περίφημη ιδιωτικοποίηση-αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ, αφού ο Μιλτιάδης Έβερτ είχε άρει τις επιφυλάξεις του, τις οποίες είχε εκφράσει με την καταψήφιση του νομοσχεδίου στην αρμόδια επιτροπή της βουλής. Τελικά το ΠΑΣΟΚ και σ’ αυτό to θέμα ακολούθησε άκρως αντιφατική πολιτική. Όταν ήρθε στην εξουσία, όχι μόνο δεν ξαναπήρε τον ΟΤΕ εξολοκλήρου πίσω στο ελληνικό δημόσιο, αλλά προχώρησε σε μετοχοποίηση (δηλ. σε μερική ιδιωτικοποίηση) του 33% του οργανισμού αυτού! Δηλ «toκρέας το βάφτισε ψάρι», κάνοντας ακριβώς τα ίδια για τα οποία κατηγορούσε προηγουμένως με τόσο σκληρό τρόπο την κυβέρνηση Μητσοτάκη...] Με δυο λόγια απειλούσε τους ξένους να μην τολμήσουν να επενδύσουν στην Ελλάδα! Και έπειτα απορεί κανείς γιατί η χώρα μας βρίσκεται επί δεκαετίες σε τροχιά υπανάπτυξης και αντιπαραγωγικότητας...
Την άλλη μέρα, Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 1993, έγινε τελικά εκείνο που όλοι με αγωνία περίμεναν. Ένας σχετικά άγνωστος βουλευτής, που μάλιστα δεν συγκαταλεγόταν στους στενούς φίλους του Σαμαρά, ο Γιώργος Συμπιλίδης, κατέθεσε στο γραφείο του προέδρου της βουλής δήλωση, σύμφωνα με την οποία αίρει την εμπιστοσύνη του προς την κυβέρνηση και καθίσταται ανεξάρτητος βουλευτής, αποχωρώντας απ’ τη ΝΔ και προσχωρώντας στην Πολιτική Άνοιξη. Την ίδια ώρα ένας άλλος βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, στενός συνεργάτης του Σαμαρά, ο Άκης Γεροντόπουλος, παραιτήθηκε από το βουλευτικό αξίωμα και προσχώρησε κι αυτός στην Πολιτική Άνοιξη. Πραγματικά το σχέδιο μοίραζε ρόλους και βάρη: δύο χτύπησαν την αποφράδα ημέρα της 9ης Σεπτεμβρίου, αλλά μόνο ο ένας παρέμεινε στη βουλή ανεξάρτητος (ο άλλος απλά... παραιτήθηκε!).
Σοβαρά επεισόδια ξέσπασαν από αγανακτισμένους οπαδούς της Νέας Δημοκρατίας κατά των δύο βουλευτών. Εξοργισμένοι πρώην ψηφοφόροι του Συμπιλίδη εισέβαλαν στο πολιτικό του γραφείο, στο Κιλκίς, προκαλώντας σοβαρές φθορές και φωνάζοντας συνθήματα εναντίον του βουλευτή τους και του Σαμαρά. Αλλά και ο Γεροντόπουλος δέχτηκε επίθεση φίλων της Νέας Δημοκρατίας, μέσα στο κτίριο της βουλής, οι οποίοι μάλιστα τον χτύπησαν και τον έβρισαν, αποκαλώντας τον «προδότη». Βέβαια κανείς λογικός πολίτης δεν δικαιολογεί παρόμοιες ενέργειες, ούτε και μπορεί να δώσει ελαφρυντικά στους αυτουργούς τέτοιων πράξεων, έστω κι αν εκείνη την ώρα δρουν «εν βρασμώ ψυχής». Πρέπει όμως οπωσδήποτε η παραπάνω συμπεριφορά να συνδεθεί με τα «χτυπήματα κάτω απ' τη ζώνη», που επί ενάμιση τουλάχιστον χρόνο επέφερε ο Σαμαράς, προκειμένου να πετύχει την απαξίωση και την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη...
Την ίδια ημέρα, 9 Σεπτεμβρίου του 1993, ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Οι πολιτικοί μας αντίπαλοι και τα συμφέροντα που τους στηρίζουν είχαν κάθε λόγο και διάλεξαν αυτή τη στιγμή για να προκαλέσουν κρίση και ανωμαλία. Στόχος τους ήταν να μην προλάβουν οι Έλληνες να δουν και να απολαύσουν τα αποτελέσματα των δικών τους θυσιών». Πραγματικά, δεν μπορούσε πια να κυβερνήσει ο άνθρωπος που έφερε την παράταξη της ΝΔ στο 47% και στην εξουσία: στηριζόταν πλέον μόνο σε 150 βουλευτές και ήταν αδύνατο να περάσει το οποιοδήποτε νομοσχέδιο. Έπρεπε λοιπόν, ως υπεύθυνος πολιτικός ηγέτης, να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες βουλευτικές εκλογές...[Βέβαια, θεωρητικά, ο Μητσοτάκης μπορούσε να εξακολουθεί να κυβερνά μέχρι το τέλος της θητείας της βουλής εκείνης, δηλ μέχρι τον Απρίλιο του 1990, κι ύστερα να προκήρυσσε εκλογές για τον Μάιο του 1990. Άλλωστε δεν είχε υποβάλλει την παραίτηση της κυβέρνησής του, ούτε και είχε ψηφίσει η βουλή εναντίον του πρόταση δυσπιστίας, για να πέσει έτσι η κυβέρνηση. Το μόνο που έκανε ήταν να προτείνει στον πρόεδρο τηςδημοκρατίας τη διάλυση της βουλής και την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, προκειμένου να αντιμετωπισθεί θέμα εξαιρετικής εθνικής σημασίας. Μια πράξη έντιμη και πατριωτική, αφού ήταν βέβαιο ότι αν τελικά παρέμενε -έστω και έτσι- πρωθυπουργός οι αντίπαλοι του θα οδηγούσαν τη χώρα σε ακόμα μεγαλύτερη ανωμαλία, προκειμένου να τον διώξουν απ’ την εξουσία...]
Την ίδια λοιπόν, ιστορικής πια σημασίας, μέρα έσπευσε να συναντηθεί με τον πρόεδρο της δημοκρατίας, Καραμανλή, στον οποίο και εισηγήθηκε τη διάλυση της βουλής και τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, προκειμένου η νέα ισχυρή κυβέρνηση που θα προέκυπτε να αντιμετώπιζε τα φλέγοντα εθνικά θέματα. Ο πρόεδρος αμέσως αποδέχτηκε την εισήγηση του πρωθυπουργού και συμφωνήθηκε οι εκλογές να διεξαχθούν την Κυριακή 10 Οκτωβρίου 1993.
Φυσικά το ΠΑΣΟΚ υποδέχτηκε με πανηγυρισμούς την εξέλιξη των πραγμάτων. Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν έκρυψε τη χαρά του, δηλώνοντας τα εξής: «Επιτέλους εκλογές! Επιτέλους θα μιλήσει ο κυρίαρχος λαός! Για καιρό τώρα, για χρόνια, κυβερνά τον τόπο μια μειοψηφία, όχι μόνο του λαού, αλλά και, στην ουσία, της βουλής. Μια κυβέρνηση, η οποία κατόρθωσε να οδηγήσει τη χώρα σε πολλαπλά αδιέξοδα».
Τι είχε λοιπόν συμβεί και οδηγήθηκαν τα πράγματα στα άκρα; Τόσα και τόσα γράφτηκαν και τότε και αργότερα για τις δραματικές εκείνες ώρες που πέρασε η Ελλάδα... Αλλά και ένα αγεφύρωτο χάσμα μπήκε έκτοτε ανάμεσα στους κεντρικούς πρωταγωνιστές της υπόθεσης: στον Αντώνη Σαμαρά και την οικογένεια Μητσοτάκη. Ο πρώτος κατάφερε τελικά να ρίξει την κυβέρνηση από την εξουσία, έστω κι αν έτσι έγινε για την παράταξή του ο «εκπεσών άγγελος». Δεν δίστασε καθόλου ο νεαρός πολιτικός να «ποτίσει φαρμάκι» τον άνθρωπο που τον έβαλε στα «μεγάλα σαλόνια» της πολιτικής... Απ’ την άλλη μεριά, ο Μητσοτάκης είδε τα πάντα να χάνονται από την αποστασία του Σαμαρά: οι θυσίες τρεισήμισι ετών «πήγαν περίπατο», ενώ -εν μέσω καταιγισμού αντιμητσοτακικής προπαγάνδας των Μ.Μ.Ε.- εξασφαλίστηκε η επάνοδος στην εξουσία του Ανδρέα Παπανδρέου, του ανθρώπου που «σημάδεψε» την Ελλάδα ολόκληρη τη δεκαετία του 1980.
Η κυρίαρχη εκδοχή, που είδε το φως της δημοσιότητας, κάνει λόγο για ανατροπή της κυβέρνησης Μητσοτάκη από τα «διαπλεκόμενα» οικονομικά συμφέροντα και μάλιστα εκείνα που σχετίζονταν με την τότε επιχειρούμενη ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ. Η απόσταση του χρόνου, που μας χωρίζει πλέον από τα γεγονότα εκείνης της εποχής, μας βοηθάει να δούμε τα τότε συμβάντα πολύ πιο καθαρά κι ανεπηρέαστα από τα πάθη των καιρών. Είναι βέβαιο από την μετέπειτα εξέλιξη των πραγμάτων ότι σκοπός όλων εκείνων που ξεσήκωσαν τον κόσμο κατά της μετοχοποίησης του ΟΤΕ, δεν ήταν η πορεία του οργανισμού, αλλά η δημιουργία ζητημάτων που θα έφερναν την κυβέρνηση σε αδιέξοδο. Άλλωστε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που ανέλαβε αμέσως μετά, απλά συνέχισε τη γενικότερη πορεία ιδιωτικοποιήσεων της προκατόχου της και δεν διαφοροποιήθηκε απ’ αυτήν παρά μόνο σε μερικές ασήμαντες λεπτομέρειες! [Τα ίδια ακριβώς έκανε το ΠΑΣΟΚ σε όλα τα μεγάλα θέματα που απασχόλησαν την Ελλάδα. Πάντοτε ξεκινούσε αντίθετο στα πάντα, προκαλώντας πολιτική ταραχή, και έπειτα απλά... προσαρμοζόταν στο πνεύμα των καιρών, σαν να μην συνέβαινε τίποτα! Αυτό δυστυχώς συνέβη και στο θέμα των αμερικανικών βάσεων και στο θέμα της ΕΟΚ και στο θέμα του NATO και στα θέμα των ιδιωτικοποιήσεων και, και, και... Ο κατάλογος δεν έχει πραγματικά τελειωμό!] Φυσικά άλλα είχε υποσχεθεί στον λαό πριν τις εκλογές του Οκτωβρίου του 1993, όμως εντελώς διαφορετικά έπραξε...
Αλλά και κανένας από τους κρατικιστές εκείνους της ΝΔ, που «για ψύλλου πήδημα» δημιουργούσαν φοβερά προβλήματα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, δεν βρέθηκε να πει κουβέντα για τη μετέπειτα πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ (τόσο του Ανδρέα Παπανδρέου όσο και του Κώστα Σημίτη). Τι συνέβη λοιπόν; Έγιναν ξαφνικά όλοι αυτοί, που αντιμάχονταν τον Μητσοτάκη μέσα στη ΝΔ, οπαδοί του ΠΑΣΟΚ; Ή μήπως ανακάλυψαν ξαφνικά τα πλεονεκτήματα των αποκρατικοποιήσεων και εγκατέλειψαν τις προηγούμενες, σοβιετικού τύπου, απόψεις τους; Ούτε το ένα συνέβη, δυστυχώς, ούτε το άλλο. Απλά είχαν έναν και μοναδικό σκοπό: να προκαλέσουν τον πολιτικό θάνατο του Μητσοτάκη! Κι αυτό, επειδή μόνο ο Μητσοτάκης απ’ όλους τους ηγέτες της Μεταπολίτευσης πίστευε πραγματικά στον εκσυγχρονισμό της Ελλάδας...
Χρόνια μετά μάθαμε ότι η κοινοπραξία που έμεινε έξω απ’ τον εκσυγχρονισμό του ΟΤΕ (χάνοντας τη νευραλγική θέση του στρατηγικού επενδυτή του οργανισμού) συνέβαλε αποφασιστικά στην πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, εκμεταλλευόμενη τις κινήσεις του Αντώνη Σαμαρά. Πρώτα βέβαια είχε αποστείλει τελεσίγραφο στον πρωθυπουργό, ο οποίος όμως περήφανα δήλωσε: «Αν είναι να μας ρίξουν γι’ αυτό το πράγμα, ας μας ρίξουν»! Η ξεκάθαρη στάση του Μητσοτάκη προκάλεσε την οργή του εγκέφαλου, που οργάνωνε το όλο σχέδιο, ενός εγκέφαλου που από τη θέση του παλαιότερα σε μεγάλη υπηρεσία πληροφοριών του ανατολικού συνασπισμού είχε μάθει πολύ καλά την τέχνη του εκβιασμού και της παραπληροφόρησης. Αν μάλιστα συνδέσει κανείς τα παραπάνω και με την τρομοκρατία, τότε μπορεί να φθάσει σε άκρως ενδιαφέροντα συμπεράσματα...
Έπρεπε λοιπόν ο Μητσοτάκης να «τελειώνει». Και μάλιστα μια και για πάντα. Δεν έπρεπε ούτε πρωθυπουργός να ξαναγίνει, ούτε και να καταλάβει ξανά άλλο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα. Εμποδίστηκε έτσι κατά τα επόμενα χρόνια η άνοδός του στη θέση του προέδρου της δημοκρατίας, θέση που κατέλαβαν αποτυχόντες πολιτικοί, που ούτε καν για απλούς βουλευτές δεν τους είχε ψηφίσει ο λαός!...
16 ολόκληρα χρόνια πέρασαν από την πολιτική προδοσία Σαμαρά και την ολική επαναφορά του Ανδρέα Παπανδρέου στις εκλογές του 1993. Ήταν πάλι Οκτώβριος, αυτή τη φορά του 2009, όταν -κατά σατανική σύμπτωση την ημέρα της ίδρυσής της- η Νέα Δημοκρατία υπέστη, υπό την ηγεσία του Κώστα Καραμανλή του νεώτερου, τη μεγαλύτερη ήττα της ιστορίας της. Και τότε, ύστερα από την παραίτηση του απερχόμενου πρωθυπουργού, στις μνήμες όλων των Ελλήνων ξύπνησε και πάλι η κόντρα του 1993. Αντώνης Σαμαράς και Ντόρα Μπακογιάννη βρέθηκαν αντιμέτωποι στη διεκδίκηση της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας! [Βέβαια αν υπήρχε ελάχιστη έστω δικαιοσύνη στο ελληνικό πολιτικό σύστημα αυτή η αντιπαράθεση δεν θα έπρεπε κανονικά να εξελιχθεί. Διότι η Ντόρα ποτέ της, και τις πιο δύσκολες ώρες, δεν πρόδωσε την παράταξη της ΝΔ, ακόμα και όταν διαφωνούσε ή ένιωθε πικρία. Ενώ αντίθετα ο Αντώνης Σαμαράς είχε εκθέσει με ανάλγητο τρόπο την παράταξη και τον άνθρωπο που τον ανέδειξε και είναι ο κύριος υπεύθυνος για την μετέπειτα επικράτηση του ΠΑΣΟΚ και του «πράσινου» κομματικού κράτους.]
Η σύγκρουση ήταν σφοδρή. Η Ντόρα ξεκίνησε ως φαβορί και πραγματικά ήταν: δεν υπήρχε σε όλο το φάσμα της Κεντροδεξιάς τέτοια προσωπικότητα, διεθνούς κύρους, που να εμπνέει σεβασμό κι εμπιστοσύνη. Γρήγορα όμως ο σκοτεινός εγκέφαλος, που έριξε την κυβέρνηση του πατέρα της, ενεργοποίησε όλα του τα αντανακλαστικά. Κινητοποίησε ορατές κι αόρατες δυνάμεις, οι οποίες στήριξαν τον Σαμαρά και, τελικά, κατάφερε να τον κάνει αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας! Κάτι που κανείς δεν θα πίστευε λίγους μόλις μήνες προηγουμένως, είχε γίνει εφιαλτική πραγματικότητα. Η ΝΔ ήταν πλέον στα πρόθυρα μιας νέας διάσπασης... Τι ειρωνεία λοιπόν: ο ίδιος άνθρωπος κατάφερε για δεύτερη φορά μέσα σε 16 χρόνια σοβαρότατο πλήγμα στην οικογένεια Μητσοτάκη... [Και το ακόμα χειρότερο: στις 6 Μάιου 2010, σε μια άκρως κρίσιμη καμπή για το έθνος ο Αντώνης Σαμαράς έφτασε στο σημείο να διαγράψει την Ντόρα Μπακογιάννη όχι απλά από βουλευτή, αλλά και από απλό μέλος της Νέας Δημοκρατίας! Αλλά τι κακό είχε κάνει η Ντόρα; Πολύ απλά ψήφισε υπέρ των μέτρων οικονομικής σωτηρίας της Ελλάδας, μέτρα για τα οποία ούτε ο Σαμαράς διαφωνούσε, αφού ο ίδιος δήλωσε μες στη βουλή ότι σε περίπτωση που γίνει κυβέρνηση θα τα εφαρμόσει και θα τα σεβαστεί... Άρα προς τι η διαγραφή της Ντόρας; Αν έπρεπε κάποιος να διαγραφεί, αυτός ήταν ο Σαμαράς, λόγω της πρωτοφανούς ανακολουθίας του!]
Τα δραματικά για την Ελλάδα γεγονότα της περιόδου εκείνης κορυφώθηκαν και έλαβαν τέλος με την εκλογική διαδικασία της 10ης Οκτωβρίου 1993. Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές με άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ η Νέα Δημοκρατία βρέθηκε αρκετές ποσοστιαίες μονάδες πίσω [Από ειρωνεία της τύχης, το ΠΑΣΟΚ πήρε ακριβώς το ίδιο ποσοστό που είχε πάρει η Νέα Δημοκρατία στις εκλογές του 1990! Τότε η ΝΔ βρέθηκε στο 46,89%, ενώ το 1993 το ΠΑΣΟΚ έλαβε το 46,88%, δηλ μόλις 0,01% λιγότερο... Κι όμως η ΝΔ με το ίδιο ποσοστό είχε πάρει το 1990 μόλις 150 έδρες, ενώ το ΠΑΣΟΚ το 1993 πήρε 171, δηλ 21 ολόκληρες έδρες περισσότερες (λόγω του εκλογικού συστήματος που είχεψηφίσει η ΝΔ αμέσως μετά τις εκλογές του 1990). Από αυτό και μόνο το γεγονός μτορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα πόσο άδικος υπήρξε ο Ανδρέας Παπανδρέου έναντι του Μητσοτάκη (ψηφίζοντας την τελευταία στιγμή), to 1989, σύστημα απλής αναλογικής, μόνο και μόνο για να εμποδίσει τον «αρχιεχθρό» του να κυβερνήσει)... Αλλά και πόσο σωστός απέναντι στον Ανδρέα φάνηκε ο Μητσοτάκης, ο οποίος ψήφισε αμέσως νέο εκλογικό νόμο και δεν τον άλλαξε, όταν τα πράγματα έδειχναν νίκη του ΠΑΣΟΚ.]. Η Πολιτική Άνοιξη του Αντώνη Σαμαρά κατάφερε να καταλάβει την τρίτη θέση, με το 5% περίπου των ψήφων. Μετά την ανακοίνωση του εκλογικού αποτελέσματος, ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης επιβεβαίωσε την πρόθεσή του να παραιτηθεί από την ηγεσία της ΝΔ σε περίπτωση ήττας του κόμματος και -τον επόμενο μήνα- νέος πρόεδρός της εξελέγη ο Μιλτιάδης Έβερτ. Ήταν μια κίνηση, για την οποία αργότερα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δήλωσε ότι ήταν ίσως το μεγαλύτερο πολιτικό του σφάλμα...
Το αποτέλεσμα των εκλογών της 10ης Οκτωβρίου 1993 γύρισε την Ελλάδα πίσω στο παρελθόν. Στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση βρέθηκαν ξανά δυνάμεις, που προωθούσαν την εξάρτηση της χώρας από τη γραφειοκρατία, τη διαφθορά και τη δολοφονία κάθε επιχειρηματικής και παραγωγικής καινοτομίας... Η Ελλάδα παρέμεινε, δύο ολόκληρα χρόνια μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, το τελευταίο «σοβιετικό παρακράτος» της Ευρώπης. Κρίση και άλυτα προβλήματα ήταν η κληρονομιά που θα άφηναν οι ανεύθυνες πολιτικές δυνάμεις της εποχής εκείνης στις μελλοντικές γενιές...
Πηγή: Εφημερίδα «Ελεύθερη Ώρα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου