Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

 Η χαμένη τριετία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη

του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

«Αν ο Κ.Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του είχαν αφεθεί να ολοκληρώσουν το μεταρρυθμιστικό τους έργο, η σημερινή Ελλάδα θα ήταν στις πρώτες θέσεις των οικονομικά πετυχημένων χωρών της ευρωζώνης…»..........


Τα λόγια αυτά –αινιγματικά, αλλά μεστά σε περιεχόμενο– λέει ο κ. Χέννινγκ Κριστοφερσεν, Δανός εκπρόσωπος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την περίοδο 1985-1995, αντιπρόεδρός της και επιφορτισμένος με την ευρωπαϊκή οικονομία. Ο ίδιος Επίτροπος είχε βοηθήσει το 1991 την Ελλάδα να πάρει ένα σταθεροποιητικό τότε δάνειο από την ΕΕ και, την ημέρα της υπογραφής του δανείου, μάς είχε δηλώσει ότι «η ελληνική κυβέρνηση είχε την θέληση να βγάλει την Ελλάδα από τα χρέη και τον πληθωρισμό».

Σεπτέμβριος 1990. Ο τότε πρωθυπουργός Κων. Μητσοτάκης ανεβαίνει στην 55η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) έχοντας στο χαρτοφυλάκιό του μία... σημαντική ομιλία, την οποία είχε τότε επεξεργαστεί με τους Γ.Σουφλιά, Αρ. Τσιπλάκο, Ευθ.Χριστοδούλου, υπεύθυνους στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, και με τους καθηγητές Παν.Παυλόπουλο και Γ.Προβόπουλο, σήμερα διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Για τον υπογράφοντα, η ομιλία αυτή του τότε πρωθυπουργού είχε ιστορικό χαρακτήρα. Επρόκειτο για μία πραγματικά φιλελεύθερη άρθρωση πολιτικο-οικονομικού λόγου, σε μιαν Ελλάδα που επί οκτώ χρόνια είχε φάει σοσιαλισμό με το τσουβάλι.

Στην τότε ομιλία του ο Κων.Μητσοτάκης είχε πει: «Δεν έχουμε περιθώρια, αλλά ούτε και δικαίωμα να συμβιβαστούμε. Γιατί αν συμβιβαστούμε, θα έχουμε αποτύχει … Τα χρόνια που έρχονται πρέπει να αποτελέσουν σταθμό για την ελληνική οικονομία. Μία οικονομία που παραλάβαμε παράλυτη και με 15 τρισεκατ. δραχμές χρέος … Θα εξυγιάνουμε την οικονομία ακόμα κι αν πρέπει να έλθουμε σε σύγκρουση με τις συντεχνίες».

Αναφερόμενος στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, ο τότε πρωθυπουργός το χαρακτήριζε αναγκαίο για την διάσωση του συνταξιοδοτικού συστήματος από την χρεοκοπία, προσθέτοντας ότι «όσοι προνομιούχοι των μονοπωλιακών κρατικών επιχειρήσεων αντιδρούν, ζητούν στην ουσία από τους άλλους φορολογούμενους, εργάτες, υπαλλήλους, βιοτέχνες, μικροεπαγγελματίες, να πληρώνουν για τις δικές τους εισφορές». Στο θέμα των αποκρατικοποιήσεων, επεσήμαινε ότι θα επεκταθούν στον ΕΟΤ, στις τράπεζες, στον χώρο της γεωργίας και στα διυλιστήρια. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στα μεγάλα έργα που κατασκεύαζε η κυβέρνησή του –μετρό, αγωγός φυσικού αερίου, Εγνατία Οδός, εθνικοί αυτοκινητόδρομοι Αθηνών-Κορίνθου και Θεσσαλονίκης, το έργο του Ευήνου και τα έργα στην Θεσσαλονίκη.

Την περίοδο που ακολούθησε την ομιλία του στην 55η ΔΕΘ, η κυβέρνηση του Κων. Μητσοτάκη –παρά τις αντιδράσεις των υπό τον αντιπρόεδρο της κυβερνήσεως Μιλτιάδη Έβερτ στελεχών– προχώρησε σε σημαντικές πρωτοβουλίες μείωσης του κράτους, έχοντας μόνον μία έδρα πλειοψηφία στην Βουλή. Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση προχωρούσε τότε στην απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος, της εμπορίας καυσίμων, του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων κα της αγοράς των ενοικίων. Επίσης, με πρωτοβουλίες του τότε υπουργού Εμπορίου Αθ.Ξαρχά και του αντικαταστάτη του στην συνέχεια, καταργούνται οι έλεγχοι τιμών στα αγαθά, με εξαίρεση τα φάρμακα. Από την άλλη πλευρά, ο υπουργός Εργασίας Αρ. Καλατζάκος, παρά τις συντεχνιακές αντιδράσεις και τις εσωκομματικές πιέσεις, εισήγαγε την μερική απασχόληση και την τέταρτη βάρδια, απελευθερώνοντας εν μέρει την αγκυλωμένη αγορά εργασίας.

Παρά τις εσωκομματικές αντιδράσεις και τις λυσσαλέες επιθέσεις της δημοσιοϋπαλληλικής μαφίας, η κυβέρνηση Κων. Μητσοτάκη μείωσε τον αριθμό των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, από 484.000 το 1989, σε 455.000 το 1993, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος.

Το 1991, παρά τα όργια τραμπουκισμού των Κολλάδων και του συνδικαλιστικού τραμπουκισμού του ΠΑΣΟΚ, αποκρατικοποιήθηκαν οι αστικές συγκοινωνίες Αθηνών και μεταβιβάστηκαν στον ιδιωτικό τομέα ή εκκαθαρίστηκαν 66 προβληματικές επιχειρήσεις οι οποίες είχαν απορροφήσει από τον αλήστου μνήμης Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) 1,3 τρισεκατομμύρια δραχμές. Ταυτοχρόνως, ιδιωτικοποιήθηκαν 15 από 69 επιχειρήσεις που ανήκαν σε κρατικές τράπεζες, όπως για παράδειγμα τα Ναυπηγεία Ελευσίνας. Το κόστος αυτής της εξυγιάνσεως το πλήρωσε ο Μιχάλης Βρανόπουλος, διοικητής την εποχή εκείνη της Εθνικής Τράπεζας, ο οποίος και δολοφονήθηκε από τους «προοδευτικούς» χοίρους της 17Ν. Από το ίδιο χοιροστάσιο, εξάλλου, προήρχοντο και οι δολοφόνοι του Παύλου Μπακογιάννη, οι οποίοι σήμερα παραδίδουν από την φυλακή μαθήματα κοινωνιολογίας.

Στην τριετία της κυβερνήσεως Κων. Μητσοτάκη, πραγματοποιήθηκε επιτυχώς η αποκρατικοποίηση μέσω εισαγωγής στο χρηματιστήριο της Βιομηχανίας Ζάχαρης, μεταβιβάστηκε το μάνατζμεντ της ΕΑΒ στην Λόκχιντ Μάρτιν και ιδιωτικοποιήθηκε η Ολύμπικ Κέϊτερινγκ. Επίσης, έκλεισαν οι παρεμβατικές επιχειρήσεις του Δημοσίου (ΠΡΟΜΕΤ κλπ) που νόθευαν τον ανταγωνισμό και ανάλογες υπηρεσίες του στενότερου δημόσιου τομέα όμως η ΜΟΜΑ και η ΣΥΚΕΑ. Το καλοκαίρι του 1993 ψηφίστηκε νόμος που καταργούσε το κρατικό μονοπώλιο της ΔΕΗ στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και δημιουργήθηκε το θεσμικό πλαίσιο για την δραστηριοποίηση του ιδιωτικού τομέα στην λειτουργία καζίνων και μαρίνων, που ήταν ως τότε κρατικά μονοπώλια. Καταργήθηκε εν μέρει το μονοπώλιο της Ολυμπιακής Αεροπορίας στις εσωτερικές πτήσεις, καθώς και αυτό των ΕΛΤΑ.

Ετέθη σε εκκαθάριση η ΚΥΔΕΠ και προχώρησε η εξυγίανση των συνεταιρισμών, με τον έλεγχο των οικονομικών τους και την ανάληψη από το κράτος των χρεών, που είχαν προέλθει από άσκηση κοινωνικής πολιτικής ύστερα από παρότρυνση του κράτους. Εξυγιάνθηκε, επίσης, η αγορά των λιπασμάτων. Επίσης, στο πλαίσιο της εξυγίανσης της οικονομίας, προχώρησε επίσης η τομή στο ασφαλιστικό σύστημα με τρεις διαδοχικές παρεμβάσεις (1990, 1991, 1992), που έδωσαν ζωή στο σύστημα για μία εικοσαετία. Σημειώνεται ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν η πρώτη, από δημιουργίας του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος, που είχε το θάρρος να παρέμβει εξυγιαντικά στην λειτουργία του.

Οι προσπάθειες αυτές αντανακλώνται και στις γενικές μακροοικονομικές επιδόσεις της κυβέρνησης Κων.Μητσοτάκη. Κατά την διάρκεια της πρωθυπουργίας του μειώθηκε το έλλειμμα του προϋπολογισμού, από 19,8% το 1990, σε 13,8% το 1993 (ή στο 8,8% αν υιοθετήσουμε την μεθοδολογία που χρησιμοποιεί σήμερα –με την σύμφωνη γνώμη της ΕΕ– η κυβέρνηση, που υπολογίζει τις κεφαλαιακές μεταβιβάσεις, τις κεφαλαιοποιήσεις των τόκων και την εξυγίανση στο ασφαλιστικό σύστημα). Ο πληθωρισμός μειώθηκε από 22% το 1990 σε 12% το 1993. Το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας αυξήθηκε, ως ποσοστό του αντίστοιχου μέσου όρου της ΕΕ, από 57,4% το 1990 σε 64,2% το 1993, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Έτσι, στο τέλος του 1993 η ελληνική οικονομία είχε πλησιάσει αισθητά τους στόχους της Συνθήκης του Μάαστριχτ και αν οι δυνάμεις του ζόφου που κυριαρχούν στο πολιτικό σύστημα είχαν συνεχίσει προς την ίδια κατεύθυνση, η σημερινή Ελλάδα θα ήταν πολύ πιο αισιόδοξη απέναντι στο μέλλον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου